United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Ίσως έχεις δίκιο που παραπονιέσαι. Δε θέλεις να γελώ; Δε γελώ. Δε θέλεις να χωρατέβω; Δε χωρατέβω. Μπορώ εγώ, Καρλή μου, να ξέρω την αγάπη σαν και σένα; Ακόμη τρέμω που το θυμούμαι. Πώς μ' άρπαξες; Πώς με τίναξες! Μ' έδειρες, κόντεψες να με δείρης. Οι τρίχες σου ολόρθιες σηκωμένες και φρενιασμένη κάθε ματιά σου. Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δεν μπορώ να σε μισήσω. Δεν ξέρω τι μου γίνεται.

Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου». Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση. Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη.