United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ την αυγή γυρνάω Απ' όξω του Μεσολογγιού, τάχα πως κυνηγάω. Έν' από σας για νάβρω, Έν' αδερφό μου χριστιανό για να του 'πω χαμπέρι, Πικρό χαμπέρι, μαύρο, Που το φυλάγουν μυστικότου Ομέρ-πασά τ' ασκέρι. Παιδιά! Για όνομα Θεού, μη, μη φοβάστε, ακούτε. Το Μεσολόγγι ο Θεός δε θε να χάση ακόμα. Ούτε να πέση η Ρούμελη, ούτε ο Μορηάς μας ούτε. Και τώφερε το μυστικό καιτο δικό μου στόμα.

Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.

Μην τους ακούτε τους Μουλλάδες που προφητεύουν κάθε λίγο πως θα γκρεμνιστή μια μέρα του Οσμάνη το Κράτος. Εγώ σας λέγω πώς να γκρεμνιστή, θα πάρη μαζί του και τους Ρωμιούς. Μια μορφιά θα μας χάψουν όλους μας οι Χαχόλοι που θα πέσουν απάνω μας όταν σημάνη η κακή μας ώρα.

Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».

Δεν ακούτε τόση ώρα τον μεγάλο μου τον κτύπο; . . Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου του πτωχού, για να σας είπω Όσα πράγματα ακόμη δεν επρόφθασα να πω .. · Τίκι, τακ, ανοίξετέ μου, κι' εκουράσθην να κτυπώ.

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Αυτός τη γλώσσα μέσ' στο αίμα σας θα βρέξη των σκυλιών του δρόμου! Ο Χριστός θα κάνη να ραγίσουνε η πέτρες και να τρέξη μέλι, τους πιστούς για να χορτάση. Τα χώματα θα γλύψετε σεις οι εχθροί του. Πάνω από τα πτώματα βοάνε τα κοράκια. Πώς δεν τ' ακούτε. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα τον σφάξω, τη γης από να τέτοιο φείδι ν' απαλλάξω. ΕΥΝΙΚΗ. Έπιν' αυτός στο ίδιο με τα μας ποτήρι.

Ακούτε πράγματα εσείς; έλεγεν η γρηά-Μαθήνα έκθαμβος. Ύστερον από τόσα χρόνια κυκλοφορήσασα αυτή η διάδοσις έγεινεν ευκολώτερον πιστευτή. Την επίστευσε και η Ξενιώ, η οποία εγνώριζε του πενθερού της τας διαθέσεις οπού δεν την εκαλοήθελε διά νύμφην του, εγνώριζε και την ακαταστασίαν της γρηα-Μαθήνας περί τα τοιαύτα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ο Βασιλέας δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει, φαρομανά, καιτον χορόν πηδά, γυρίζει· κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει, τον θρίαμβόν του διαλαλούν , καθώς ακούτε, τα τύμπανα και η σάλπιγγαις. ΟΡΑΤΙΟΣ Είναι συνήθεια;

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185 αναπαυθήκαμεν εμείςτην άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε• που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190 το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει, κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω. ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα, 'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195 κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης είδα καπνόν ανάμεσατα πυκνωμένα δάση».