United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.

Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα. Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Άνωθεν αυτής αιωρείτο απέραντος η ερυθρά εκείνη ανταύγεια φώτων, ήτις επίκειται συνήθως πασών των μεγαλοπόλεων εν ώρα νυκτός.

Είδαμεν ότι, διαρκούντος του κατά των Γότθων πολέμου εις την Ιταλίαν, η απέραντος, ήτοι αιώνιος καλουμένη μεταξύ Ελλήνων και Περσών ειρήνη, η συνομολογηθείσα το 531, διελύθη, και ότι ήρχισε νέος πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός έγινεν εν μέρει αφορμή να ανακληθή ο Βελισάριος εξ Ιταλίας και να σταλή εις Ασίαν.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως.

Και είτα ώρμησε να κατέλθη εις την παραλίαν, συμπεραίνων εν θριάμβω: — Χωρίς άλλο θα είνε καπνά! Ήτο περί το τέλος του ο μάϊος. Και την νύκτα εκείνην έλαμπε μελιχρώς η σελήνη, διαχέουσα γλυκύτατον ωχρόλευκον φως επί της πολίχνης και του ορμίσκου, όστις έστιλβεν ως απέραντος καθρέπτης με χρυσά κροσσωτά πλαίσια, χρυσήν παίζουσαν ανταύγειαν του φωτάς της σελήνης.

Ούτω, κάτω από την επιφάνειαν φοβεράς αγριότητος, η οποία πείθει την Οφηλίαν ότι ο Αμλέτος έχασε τας φρένας, λακταρίζει απέραντος αγάπη.

Και δεν έρχεται. Γιατί δεν έρχεται! — Δεν θάρθη ποτέ. — Και θα φωνάζη ως πότε; Θεέ μου! Τρέμω. — Θα φωνάζη αιώνια.... — Μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Είναι μια καρδιά... Σφίξε μου το χέρι. Κάνει κρύο. — Είναι μια καρδιά... — Τα χέρια σου είναι παγωμένα. — Κρυώνω. Πώς κρυώνω! — Τα δόντια σου κτυπούν άγρια.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.