Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθή να εξέλθη του ναού διά να πυρωθή ολίγον εις το έξωθεν αναμμένον πυρ, κ' εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.
Ουαί τοις γράφουσι πονηρίαν· γράφοντες γαρ πονηρίαν γράφουσιν. Ήτο περασμένη η ώρα. Το χωρίον εκοιμάτο βαθύν ύπνον παιδίου, το οποίον ύστερον από τόσα τρεξίματα και παιγνίδια και γέλοια, αποσταμένον, γέρνει εγγύς της εστίας του και αποκοιμάται. Τα νυκτοπούλια της ανοίξεως, τα οποία εστέναζον υπό τας καμάρας του κωδωνοστασίου, θαρρείς και συνεπλήρουν τον ανασασμόν της κοιμωμένης λευκής πολίχνης.
Όλ' αυτά τ' ανεπόλουν και τ' αναπαρίστων με τον νουν μου, ως να είχαν συμβή χθες, και είχαν παρέλθει ήδη περισσότερα των είκοσιν ετών από τότε, είχαν εξέλθει της πολίχνης άμα τη δύσει του ηλίου, και είχαν πορευθή με την αμφιλύκην έως του Δράκου το ρέμμα, εκεί οπόθεν αρχίζει ο υψηλός, κάθετος ανήφορος του Βαραντά.
Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του — 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα! Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη. Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα. Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός.
Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την Πρόθεσιν, κ' εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ου μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνώριζεν· εγνώριζε δ' εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμμένα και ζωντανά.
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπάρμπα-Διόμας επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα. Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης.
Τούτο, και ιδίως ότι αι λέμβοι απέφευγον την αποβάθραν, έθεσεν εις πειρασμόν τον τελωνοφύλακα της νήσου, όστις ήρχισε ν' αναβοκαταιβαίνη εις τον επάνω της ακτής βράχον, χρησιμεύοντα και ως πλατείαν της μικράς πολίχνης. Οι σάκκοι έπιπτον τόσον αψοφητεί, ώστε, συνεπέρανεν ο τελωνοφύλαξ, το φορτίον θα ήτο αβαρές τι πράγμα. — Να είνε άχυρα! διελογίζετα. Πλην δεν εθέρισαν ακόμη.
Είτα ήρχισαν να έρχονται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ' Οχτωήχι χάρτινον εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα: Βλέπεις εκείνο το βουνό με κόκκινη παντιέρα; Εκεί σταυρώσαν το Χριστό τον πάντιον βασιλέα.
Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης.
Ήρχισαν ν' αποσβέννυνται αι πρώται φαειναί της Μαργαρώς εντυπώσεις. Φως εις τον λιμένα δεν έβλεπε κανέν. Ηκροάτο ν' ακούση πάλιν διαλόγους, ως εκείνους τους άλλους αρμονικούς, αλλ' η σιωπή ηύξανεν ολονέν. Οι άνθρωποι, είπε, τρώγουν τώρα εις τα σπίτια των. Και πραγματικώς από του άλλου μέρους αι θυρίδες των οικιών της πολίχνης έλαμπον άπασαι ως να ήτο γενική φωταψία διά της εορτής την χαράν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν