United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλέον εύμορφος ήτον ακόμη και από την Αφέντραν, ήτις ήτο ισχνή, χλωμή και αδύνατος. Τέλος, αφού έκαμε τελευταίαν βόλταν προς την Σμαράγδω, και όλην την εβδομάδα δεν τον είχαν ιδεί στα μάτια, ανελπίστως την Κυριακήν το μεσημέρι οι δύο αδελφοί, οίτινες είχαν φθάσει το Σάββατον με την βρατσέραν, τον καταφέρνουν, βγάζουν της άδειαις, και τον στεφανώνουν την Κυριακήν το βράδυ με την Αφέντραν.

Επειδή η θεια-Συνοδιά έδωκε την πληροφορίαν ότι η κόρη ήτο άγαμος ακόμη, ο πρώτος κανών της επεβάλλετο. Εις την Αφέντραν, ήτις έσχε τέλος το θάρρος να εξομολογηθή το αμάρτημα της μαγείας, έδωκε, κανόνα μακράν αποχήν από της Μεταλήψεως και προσθέτους νηστείας και προσευχάς. Την εσυμβούλευσε ν' ανάψη και μεγάλην λαμπάδα εις την αγίαν Αναστασίαν την Φαρμακολύτριαν.

Τούτους είχε μιμηθή και η χήρα Π. Χ. Καθώς ήτον ο τάφος, νεόκτιστος, ασβεστωμένος, και με υγράν ακόμη κονίαν, μίαν εσπέραν θερινήν, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευομένη από την μικράν Αφέντραν, δευτέραν ανεψιάν της, δωδεκαετή τότε παιδίσκην, προς ην εφαίνετο να τρέφη στοργήν τινα, ενώ επέστρεφον από την άμπελον, ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου, με τα καλαθάκια των υπό τους αγκώνας κρεμάμενα, διήλθαν έξωθι του νεκροταφείου.

Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης.

Απεφασίσθη να υπάγη ο Παγώνας, όστις άλλως είχεν αφήσει δεμένον τον όνον του έξωθεν του μύλου, και δώση απλήν είδησιν εις την Αφέντραν, και της είπη ότι μετά δύο ώρας ακόμη θα κατήρχοντο ο σύζυγός της και η μήτηρ της διά να εξυπνήσωσι τα δύο τέκνα και οδηγήσωσι ταύτα και την μητέρα των εις την Παναγίαν διά να λειτουργηθή. Η Αφέντρα εσηκώθη και ήνοιξε την θύραν.

Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθή να εξέλθη του ναού διά να πυρωθή ολίγον εις το έξωθεν αναμμένον πυρ, κ' εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.

Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας, αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψεως του μνηστήρος, ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της·

Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα. — Πω! πω! έκαμες την πεθαμμένη! και το λες κι' όλα; — Γιατί; — Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν! . . . και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζί τους . . . Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον.