United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω η εικών της μητέρας μου πετά πάντοτε περί εμέ, όταν την ήσυχην εσπέρα κάθωμαι μεταξύ των παιδιών της, μεταξύ των παιδιών μου, και αυτά με περιτριγυρίζουν, καθώς επεριτριγύριζαν εκείνην.

Κατά την έναρξιν του Ιερού αγώνος, η σφαγή των φιλελλήνων εν Πέτα και η καταστροφή του Διάκου εν Θερμοπύλαις παρίστανται ως ουρανομήκεις μέλαιναι κυπάρισσοι παρά τη εισόδω του μεγάλου νεκροταφείου της επαναστάσεως.

Έπειτα δε πως έγεινε πτερωτή από κάποιαν θείαν θέλησιν και ότι παρόμοια με πουλί πετά επάνω από τα πελάγη, αποζητούσα εκείνον, που και αν σε όλην την γην επλανήθη, δεν ημπόρεσε να τον εύρη. Χαιρεφών Αυτό, διά το οποίον μου ομιλείς, είναι η αλκυών ; Ποτέ ως τώρα δεν είχα ακούση την φωνήν της• αλλά σαν κάτι ξένον πραγματικά την άκουσα. Αληθινά, πόσον θρηνητικήν αφήνει φωνήν.

Όμως ο Σβεν δε φαινότανε να δίνη σημασία σε μαλλώματα και συμβουλές κι όταν έβλεπε τη μητέρα του να πετά από τη χαρά της, που τον ξαναείδε ζωντανό, έμενε τόσο ξαφνισμένος, σα ναπορούσε πως είτανε δυνατό αυτοί οι δυο να στοχάζουνται διαφορετικά για κατιτί σ' αυτόν τον κόσμο. — Δεν είταν κανένας φόβος, έλεγε ο Σβεν. Ο σκύλος είτανε μαζί.

Αθάνατοι δεν είναι. Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα, πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση, πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θα γείνη;

Ήτο τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιληάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκε θάρρος. Ολονών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ' άκουε κανένας μύγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνη. Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν' ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλλας.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει

Ρέει καθαρόν το αργύριον Της Ιπποκρήνης· κράζει, Όχι τας ξένας, κράζει Σήμερον η Ελλάς Τας θυγατέρας. Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, Και χαίρουσα πετάει Πετά η ψυχή μου, ακούω Των λυρών τα προοίμια, Ακούω τους ύμνους. Στροφή Α Ως ότε από το στόμα Κρέμεται των θνητών Αυλός λελυπημένος Και η φωνή του με κόπον Τρέμουσα εκβαίνει·

Στο φανέρωμα της φλογερής γυναικίας αγάπης ωρίμασα διά μιας. Και καθώς η πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της και πετά, βρέθηκα σε νέο κόσμο και σε νέο φως έβλεπα τον εαυτό μου και την αγάπη μου. Νόμιζα ότι σε μια στιγμή από παιδί έγινα άντρας και στα μάτια της ψυχής μου ανοίχτηκαν μυστήρια.

Πετά και φεύγει ο σκοπός, ανίσως δεν πετάξη συγχρόνως κ' η εκτέλεσις! Εις το εξής, τ' ομνύω, ό,τι ο νους γεννά, ευθύς το χέρι θα το κάμη! Ιδού! Ευθύς τον στοχασμόν θα στεφανώσω μ' έργα! Το είπα και το έκαμα! Εις του Μακδώφ το κάστρον θα καταπέσω έξαφνα, θα του το κυριεύσω, θα του περάσω απ' το σπαθί γυναίκα του, παιδιά του, κάθε κακότυχο κορμί που συγγενή τον έχει. Μεγάλα λόγια περιττά!