United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλή Νεράιδα, της λέγει επί τέλους, κάμε με πεταλούδα, θέλω να πετάξω και δεν ημπορώ! Και από την πολλήν της επιθυμίαν παρ' ολίγον να σπάση, τόσον είχε λυγίσειτο κλαδί της. Η Νεράιδα πολύ σοβαρά την άγγιξε, διά να την στηρίξη· ας γίνης πεταλούδα! Μόλις το είπε και μία ζωηρά ολοκέντητη πεταλούδα επέταξετον κήπον, ανέβη επάνω εις τις ανθισμένες πασχαλιές.

Όλαι αι κοιμηθείσαι αναμνήσεις της εξηγείροντο με νέαν μαγικήν περιβολήν και την συνήρπαζον. Τοιαύτην έμαθε την ζωήν, τοιαύτην την επόθει πάντοτε, μέχρι τέλους η Σμάλτω. Να τρέχη εις τα λειβάδια τ' ανθοσπαρμένα, ελευθέρα ως πεταλούδα, και να έχη προ αυτής ένα άνδρα αγαπημένον.

Στο φανέρωμα της φλογερής γυναικίας αγάπης ωρίμασα διά μιας. Και καθώς η πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της και πετά, βρέθηκα σε νέο κόσμο και σε νέο φως έβλεπα τον εαυτό μου και την αγάπη μου. Νόμιζα ότι σε μια στιγμή από παιδί έγινα άντρας και στα μάτια της ψυχής μου ανοίχτηκαν μυστήρια.

Είταν εκεί μερμύγκια που σκαρφαλώνανε στα χορταράκια, μια πεταλούδα που κάθιζε σ' ένα λουλούδι κ' έπειτα πετούσε με λευκά φτερά μακρήτερα στον ήλιο, ένας σκάθαρος που αναποδογυρίστηκε κ' έπρεπε να τον σηκώσουν για να μπορέση να συρθή παραπέρα, μικρά πουλάκια που πηδούσανε γύρω στους βώλους της γις και δεν πειραζόντανε διόλου από την παρουσία του παιδιού, εκεί που ζητούσανε τροφή για τον εαυτό τους ή για τα μικρά τους.

Τα χείλια της ήσαν σιμά στα δικά του. Ανάμεσα στα δυο χείλια ένα φιλί πετούσε σα λευκή πεταλούδα που ζητούσε ένα κόκκινο άνθος να ξεκουρασθή. Μ' ένα τρεμουλιαστό πέταμα κάθισε πρώτα στα χείλια της κοπέλλας. Κ' ύστερα κάθισε στα χείλια τα δικά του. Η πεταλούδα πετούσε τρελλή από το ένα λουλούδι στο άλλο. Και δεν ακούσθηκε κανένας ήχος φιλιού στον αέρα, γιατί το φως του φεγγαριού ήπιε το φιλί τους.

Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα.

Και σήκωσε υψηλά την βέργα της, η οποία έλαμψε τώρα σαν αστραπή, και έγινεν η Ανθούλα λουλούδι ωραίο. Κάθε πεταλούδα ήλθεν εκεί διά να την θαυμάση, ως και χρυσόμυιγες ακόμη εβγήκαν από τα άνθη, όπου βαθειά μέσα κρύπτονται, διά να την ιδούν. Ήτο κατευχαριστημένη η Ανθούλα, το αεράκι την εχάιδευε και αυτή άπλωνεν όσον ημπορούσε το χρυσό της φόρεμα.

Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ' εσένα γύραις φέρω· Και οχ τη φωτιά, που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω. Και μολοπού φλογίζομαι, πετώ ολόγυρά σου, Να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιμήν από σιμά σου. Τα μάγια δεν τα πίστευα, και μάγια είσαι ατή σου· Τα μάγια είν' τα θέλγητρα, οπόχει το κορμί σου, Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση Της νιότης τ' άνθια ολόβολα προικιό να σου χαρίση.

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.