United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα μου φάνηκε τότεςπώς να σου το πω; — πως το πρόσωπό μας δεν είταν ακόμα για τα στολίδια της τέχνης· πως το σύστημά μας ζητούσε τονικό για να δυναμώση, ο νους μας Ιστορία για να μελετήση και να νοιώση το τι είταν, τι είναι, και τι μπορεί να ξαναγίνη το Έθνος.

Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κ' η «Ψαριανή» — έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρτωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν' ανέβη σε κανένα πολεμικό, να μαζεύη τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα θρησκευτικά στον καιρό τον Θεοδοσίου και της Πουλχερίας Πρι να πάμε ομπρός, ας κοιτάξουμε πάλι τα θρησκευτικά ζητήματα των πρώτων πενήντα χρόνων του πέμτου αιώνα, ζητήματα ατέλειωτα, ακοίμητα, εθνικά. Αφορμή ζητούσε ο ρωμαίικος ο νους για να συζητάη, να ξεδιαλύνη, να κόβη και να ράβη, κι απάνω σε πράματα θεμελιωμένα σ' απλή πίστη να στήνη φιλοσοφικές αρμήνειες.

Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.

Αποκρίθηκε ο Εφημέριος πως είνε μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες τόρριξ' εκεί απάνω εξ αιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ Πανάγο να την πάρη, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξ αιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κ' έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κ' ελιές.

Πηγαίνει ομπρός ο Θοδορίχος, κ' εκεί που ζητούσε «Ρωμαίους», ανταμώνει τους συμπατριώτες του με το Θεοδορίχο, κι αρχίζουν αμέσως τα συνηθισμένα τους, διαγουμίζουνε δηλαδή και κουρσεύουν ο ένας τον άλλον.

Οι καρδιές τους κτυπούσαν τώρα πολύ κοντά η μια με την άλλη και κυττάζανε κ' οι δυο με γέλια και πειράγματα την κερένια κούκλα, που είχε τόσα κάλλη η καϋμένη και μόνο καρδιά δεν είχε. Ο Παύλος έδωκε ό,τι είχε στην Παυλίνα κ' εκείνη καθεμέρα του ζητούσε ένα καινούργιο χάρισμα. — Δος μου τα μάτια σου, Παύλο. Να είναι δικά μου και μόνο δικά μου και να μη βλέπουνε τίποτε άλλο στον κόσμο από μένα.

Του έλεγ' ακόμα πως θα τον έστελνα για πολύν καιρό στην Ευρώπη να γίνη εκεί πέρα τέλειος στην επιστήμη του. Μα αυτός μου ζητούσε «πραχτικά επαγγέλματα», μου ζητούσεακούς; — τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο να γίνη σιδεράς σαν και μένα.

Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα• εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.

Αμέσως το κατάλαβε πως ο Άρειος μήτ' άλλαξε μήτε μπορούσε ναλλάξη, και πως αν ερχότανε στην Αλεξάντρεια, θάσπαιρνε ζιζάνια και διχόνοιες εκεί που ο ίδιος ζητούσε να σπείρη ειρήνη κι ορθοδοξία. Στέλνει λοιπόν απάντηση του Ευσεβίου πως αδύνατο τέτοιο πράμα. Πηγαίνει τότες ο Ευσέβιος και καταπείθει τον Κωνσταντίνο, ο ίδιος να γράψη του Αθανασίου, και τούγραψε ο Αυτοκράτορας.