Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
— Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν, ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν! — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς την 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη! — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος. — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . . — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις!
Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!...Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ. Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν: — Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε: — Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα θρησκευτικά στον καιρό τον Θεοδοσίου και της Πουλχερίας Πρι να πάμε ομπρός, ας κοιτάξουμε πάλι τα θρησκευτικά ζητήματα των πρώτων πενήντα χρόνων του πέμτου αιώνα, ζητήματα ατέλειωτα, ακοίμητα, εθνικά. Αφορμή ζητούσε ο ρωμαίικος ο νους για να συζητάη, να ξεδιαλύνη, να κόβη και να ράβη, κι απάνω σε πράματα θεμελιωμένα σ' απλή πίστη να στήνη φιλοσοφικές αρμήνειες.
Κάμετε γρήγορα λοιπόν τα γένεια να κολλήσετε, όσες εσχεδιάσατε πως πρέπει να μιλήσετε. Κουτή, και ποια είν' από μας, όπου δεν έχει γλώσσα που να μην κόβη τόσα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βάλτε τα γένεια κάθε μια, την ώρα της μη χάνη, κι' ας γίνη άνδρας• εγώ δε θα βάλω το στεφάνι, και γένεια θα κολλήσω αν ίσως και μου κατεβή μπροστά σας να μιλήσω.
Κι όταν είχε μπη πια το χυνόπωρο κ' έβιαζε ο τρύγος, όλοι στην εξοχή βρισκόντανε σε δουλειά· ένας διόρθονε τα πατητήρια· άλλος καθάριζε τα βαγένια κι άλλος κοφίνια· ένας ακόνιζε το κλαδευτήρι για να κόβη τα σταφύλια, άλλος εφρόντιζε για πέτρα, που να μπορή να λυόνη τα τσήπουρα των σταφυλιών κι άλλος για ξερή λιγαριά στουμπανισμένη, για να κουβαλάη το μούστο τη νύχτα με φως.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κ' η Χλόη οδηγούσε τα κοπάδια στην πηγή, αφίνοντας το Δάφνη να κόβη χλωρά φύλλα για θροφή των γιδιών ύστερ' από τη βοσκή.
— Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνη, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβη από τα χρόνια μου να βάζη στα δικά σου. Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάση από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί.
Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.
Ή καθότανε μονάχα εκεί ο Σβεν κ' έκοβε χορταράκια και τα κοίταζε και τα περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του κι όταν γέμιζε το χέρι του, τα πετούσε κι άρχιζε να κόβη άλλα. Αυτό το έλεγε ο ίδιος «παιγνίδι στη χλόη» και μπορούσε να μιλή πολλή ώρα γι' αυτό, όταν άφινε τα παιγνίδι κ' έτρεχε να διηγηθή της μαμάς τις ανακάλυψες που έκαμε.
Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν