United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γριά του ψαρά, μισότριβη γυναικούλα, μ' ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη, πήρε πέντε μπεκάτσες, τις μάδησε, τις ξοκοίλιασε, τις σούβλισε, έκαμε μια θράκα γι αρνί στη γωνιά, κάθησε κοντά στο γωνολίθι, και απιθόνοντας τη σούβλα, άρχισε να την γυρίζη, αγάλι' αγάλια. Από την ανοιχτή πάντα πόρτα της καλύβας, για να βγαίνη ο καπνός, φαίνουνταν η πυκνή θαμπή αντάρα που σκέπαζε το λόγκο και τη λίμνη.

Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!...Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ. Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν: — Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε: — Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.