United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιάνει ο παπάς και του διαβάζει όλα τα ξόρκια κι όλες τις εφκές να τόνε συνεφέρη. Ναι! του κάκου. Όλα χαμένα! Ουδέ που σειώταν καθόλου. Μα έλα, που ήταν ζεστός; Τι να του κάμουν! τι να του κάμουν! δεν ήξερε κανείς. Πιάνει ο παπάς και τους λέει: — Ήταν αμαρτωλός, βλογημένοι μου, φαίνεται, κ' ήταν ανάξιος, και τον συνεπήραν ταγερικά με το μέρος τους, και τον εσυνεπήραν τα τελώνια τον άμοιρο.

Ψέλνει ο παπάς, ξορκίζει· σκύφτουν οι χωριανοί, τηράνε. Ήταν ζεστός ακόμα ο δύστυχος. Τον πιάνουν άλλος από τα χέρια και άλλος από τα πόδια, γέρνουν πάλι στο χωριό. Γέρνουν στο χωριό, τον παν στο σπίτι του. Σαν τον επήγαν σπίτι του, πάει κι ο παπάς απόκοντα, τρέχει κι όλο το χωριό να ιδή και να μάθη τι ξαφνικό ήταν τούτο. Πιάνουν και τόνε σταίνουν ορθό σε μιαν άκρη το μαβρο-Λίακα.

Λιοβόρι , ζεστός και δυνατός καλοκαιρινός άνεμος=λιψ. — Λιάς = Ηλίας. — Λουμάκι , νεόφυτον δένδρον ευθυτενές. Οώ! Οώ! =σάλαγος βοδιού. — Όι, όι =σάλαγος προβάτων. — Ορμάνι δάσος πυκνόν.

Βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι. — Τραγούδια αν έχ' η μαύρη γη, κι' ο τάφος χαμογέλοια. Έχει και του παιδιού η καρδιά, που περιπατεί τα ξένα. Τα ξένα έχουν καϋμούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος! 'Στά ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξι τα δέντρα. Και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δεν λάμπει ο ήλιος.

ΑΜΛΕΤΟΣ Και όμως ο καιρός, αισθάνομαι, είναι πολύ πληκτικός και ζεστός, ή το 'χει η κράσις μουΟΣΡΙΚΟΣ Υπερβολικά, Κύριέ μου· πολύ πληκτικός, — οπωςδή- ποτε, — δεν ηξεύρω πώς! Αλλά, Κύριέ μου, η Μεγαλειό- της του μ' επρόσταξε να σου αναγγείλω ότι εβαλεν ένα στοίχημα διά λογαριασμόν σου. Κύριε, ιδού το πράγμαΟΣΡΙΚΟΣ Όχι, 'ς την τιμήν μου· το κάμνω διότι μ' ευχαριστεί, 'ς την τιμήν μου.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Αέρας ζεστός και μοσκοβολισμένος χύθηκε μέσα στο δωμάτιο. Πλατύ φωτεινό σεντόνι απλώθηκε απάνω στο τραπέζι, αγκάλιασε φιλόστοργα τις γέρικες βιβλιοθήκες, έκαμε τα χερόγραφα να τρίξουν και ν' αναδεφτούν σαν το ναρκωμένο φίδι στο ανοιξιάτικο λιοπύρι.