United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέσως τότες κ' οι πεντακόσοι επίσκοποι της Χαλκηδόνας γυρίζουνε τα πανιά τους κατά τον καινούριο αγέρα που φύσηξε, και διαδίνουν πως άλλη σύνοδο τώρα δεν παραδέχουνται παρά τις πρώτες τρεις, Νίκαιας, Κωσταντινούπολης κ' Έφεσος, και πως τα πραχτικά της Χαλκηδόνας με τη βία τα υπόγραψαν.

Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.

Ο Γερο- Φλώκος κατέβαινε πού και πού κ' έρριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη. Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνη κατά τη Δύση. — Τα είδες; είπε ο Γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε. Κ' έτρεξε να δώση τα συχαρίκια στον καπετάνιο. Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτη σιγά-σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρησαν.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Πού η λαμπρή της Υπατείας στολή; και πού οι χαρωπές λαμπάδες; πού οι κρότοι και οι χοροί και τα ξεφαντώματα και τα πανηγύρια; Πού τα στεφάνια και τα παραπετάσματα; Πού η οχλοβοή της χώρας, κ' οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια μέσα, και τω θεατών οι κολακείες; Πέταξαν όλα εκείνα, φύσηξε μια ο άνεμος και σκόρπισε χάμω τα φύλλα, και μας φανέρωσε γυμνό το δέντρο που τώρα σειέται ολόρριζο». Κ' ενώ από τη μια χτυπούσε αλύπητα την παραλυσία, τη ματαιοσύνη και την αθεοφοβιά των Ευτροπιανών, από την άλλη παράσταινε την καταστροφή τους με τρόπο που να μαλακώση τις καρδιές του λαού προς τον ταπεινωμένο τον Ευνούχο.

Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν, Πλέναν τα ρούχα κι' άπλωναν και με τον άμμο επέζαν, Φύσηξε ένας κακός θρακιάς, φύσηξε τρεμουντάνα, Και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της, Κ' εφάνη τ' άσπρο πόδι της κατάζορκο ως το γόνα, Κ' έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός, κ' έλαμψε ο κόσμος όλος.

Της έβγαλα αίμα κι άρχισα να γλύφω το αίμα... το αίμα της γυναίκας μου.... Φτου!... γαμώ το γόνα του, φτου!... Αναίστητη πάντα αυτή. Θα την έτρωγα δίχως άλλο τότες, αλλ' ο Θεός δε θέλησε να με κολάση περισσότερο. Φύσηξε άξαφνα ένας βορριάς!... ένας βορριάς! Είδες το πέλαγο κι αναταράζουνταν σα νερό που βράζει στο καζάνι.

Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.