United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξέ τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρη το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστή όμως κεφάλι και σκύψη μπροστά τους! Χαπ, — και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το καταπίνουν.

Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε; — Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε. Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.

Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ' εκείνην από την πικρή χηριά!

Κάλλια, αντίς να της βρης όνομα, να της έβρισκες γιατρικό. Τόμους αλάκαιρους μας κατεβάζεις κι άμα είναι να γράψης γράμμα, η πέννα σου ξερή και το καλαμάρι σου γεμάτο άμμο. Έννοια σου, καλέ μου.

Νά! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του. Και διηγήθη. — Το βράδυ ήμουνα κάτωτον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασετον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Νά! χτυπούσε η καρδιά μου.

Πάνω σε τοίχο φρεσκοπλαστρωμένο και βαμμένο με λαμπερό κόκκινον άμμο ή μίγμα γάλακτος και κρόκου, ζωγράφιζε κάποια που πατούσε με κουρασμένα πόδια τους άλικους και μ' άσπρα λουλούδια αστροκέντητους ασφοδελώνες, κάποια «που εις τα ματόκλαδά της, απλώνονταν όλος ο Τρωικός πόλεμος», την Πολυξένη, τη θυγατέρα του Πριάμου, ή παράσταινε τον Οδυσσέα, τον συνετό και πολυμήχανο, δεμένο με γερά σχοινιά στο κατάρτι του πλοίου για να μπορή ν' ακούη δίχως πειρασμό το άσμα των Σειρήνων, ή περιπλανώμενον πλάι στο καθαρό ποτάμι του Αχέροντα, όπου φαντάσματα ψαριών γλυστρούσαν κάτω στη χαλικόστρωτη κοίτη, ή έδειχνε τους Πέρσες με περικεφαλαίες και περικνημίδες να κυνηγιούνται από τους Έλληνες στον Μαραθώνα, ή τις τριήρεις να κροτούν με τα χάλκινα έμβολά τους στη μικρή της Σαλαμίνας θάλασσα.

Ο πατριάρχης τους ασπροφλόκατος, αρματοζωσμένος, με το καριοφύλλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφίνει να γεμίση νεροβάρελο αν δεν πληρωθή πρώτα. — Μπισμάτ!.. μπισμάτ!.. φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας. Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω!

Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν, Πλέναν τα ρούχα κι' άπλωναν και με τον άμμο επέζαν, Φύσηξε ένας κακός θρακιάς, φύσηξε τρεμουντάνα, Και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της, Κ' εφάνη τ' άσπρο πόδι της κατάζορκο ως το γόνα, Κ' έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός, κ' έλαμψε ο κόσμος όλος.

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.