Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Τα ξεσκέπασε ένα ένα, τα τήραξε, τα καμάρωσε· εχαμογέλασε μες τις γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τα ξανατήραξε πάλι, τα ξανασκέπασε, και μια και δυο, έγειρε στη γωνιά, που ήταν η στάμνα με τα λουκάνικα. Εκοντοστάθηκε εκεί πάλι. Εγονάτισε απόδιπλα στη στάμνα. Έστρωσε χάμω στο πάτωμα μια κούδα από το σάβανό του· έπιασε κι άδιασε τα μισά λουκάνικα απάνου. Εβούλωσε πάλι τη στάμνα· την απίθωσε στην αγκωνή.

Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425 Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της «Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα!

Λοιπόν το τέντωσε καλά ακουμπισμένο χάμου, και κατά γης τα' απίθωσε.

Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε ταυτί του στο στήθος. . . Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη.

Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.

Εκύλησε στο δίσκο δυο τρεις γαζέτες, για μαγιά, και τον απίθωσε στο σκαμνί απάνω. Άρχισε μέσα νανακατώνη τις ξεβιδωμένες καρέκλες.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.

Του φάνηκε πως οι Νύμφες παρακαλούσανε τον έρωτα να στρέξη πια το γάμο τους· και πως εκείνος, αφού ελασκάρισε το δοξάρι του και το απίθωσε κοντά στη σαϊτοθήκη, επρόσταξε το Διονυσιοφάνη να κάνη τραπέζι σ' όλους τους πρώτους της Μιτυλήνης κι όταν γεμίση το τελευταίο ποτήρι, τότε να δείχνη σε πάσαν ένα τα σημάδια. Κ' ύστερα να τραγουδούν το τραγούδι του γάμου.

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Δικό μου! της φώναξε χωρίς καλά καλά να σκεφτή. — Σαν είνε δικό σου πως δεν τόπιανες τόσον καιρό; τον ρώτησε με χαμόγελο εκείνη. Στάθηκε άφων' άλαλος ο Δημητράκης. Αλήθεια πως δεν τόπιανε τόσον καιρό; Η κόρη, βλέποντας την ταραχή του, γέλασε καλόκαρδα κι απίθωσε στο χέρι του το τρυποκάρυδο. — Πάρ' το, είπε. Και να ξέρης καλά από δω κι ομπρός.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν