United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.

Το έδαφος της πόλεως έστρωσε διά λίθων μεγάλων· έκτισε στοάς και αγοράς και διά ρυμοτομίας καταλλήλου επλάτυνε τας στενάς οδούς, κατεσκεύασεν οχετούς και κρήνας, έπειτα δε ίδρυσε και θέατρον, λουτρώνας και άλλα δημόσια κτίρια· έκτισε δε και νοσοκομείον ανδρών, νοσοκομείον γυναικών και ξενώνας, και μεγαλοπρεπείς ιερούς ναούς.

Ετελείωσαν το πτωχικόν των δείπνον και έβαλε τ' αδέλφια της να κοιμηθούν, αφού έκαμαν και τα τρία τον σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ητοίμασε και όλα όσα θα εχρειάζοντο το πρωί διά να μην έχη αυτήν την φροντίδα η μητέρα της· λυπημένη και κουρασμένη η μητέρα είχε γύρει και είχεν αποκοιμηθή. Αλλ' η Φρόσω δεν έστρωσε να κοιμηθή και αυτή.

Τo κορμί της μόλις ξεχώριζε, πλάκα κάτω απ’ το πάπλωμα-ακίνητο Κοιμόταν- Η Λιόλια-η φιλημένη Λιόλια-ξεγλύστρησε σα σκιά πίσω απ’το κρεββάτι . . τράβηξε αποκάτω απ’ τον κρεββατιού το γύρο που τάχε μπόγο απ’ την ημέρα τα ρούχα του ύπνου κ' έστρωσε το σελτέ της. . . και, κουβαριασμένη αυτού χάμω, γλήγορα-γλήγορα γδύθηκε από μέσ' απ’ το πάπλωμα. . και πια δε φάνηκε Ο Νίκος τραβήχτηκε στην άλλη άκρη, για να μην ξυπνήση τη Βεργινία. . . Εκεί που έκανε να πέση στο στρώμα ανασηκώνοντας προσεχτικά το πάπλωμα, γύρισ' έξαφνα η Βεργινία το κεφάλι της: κ’ είδε τότες ο Νίκος να λαμποκοπούνε στο φως του καντηλιού τα ματόκλαδα της από στάλες διαμαντένιες σαν κ’ εκείνες που βλέπεις ύστερ’ από βροχή, κάποιο ξαστερωμένο σουρούπωμα, στακρόφυλλα των δένδρων, στης ακακίας και της «Κλαίουσας» τα φύλλα που είναι βαρειές απ’ το πολύ το φέγγος κι ολόφεγγες απ‘ το θλιμμένο βάρος. . μα οι στάλες δε θέλουνε να πέσουν- Τα προσκέφαλα ήτανε μούσκεμα πέρα ως πέρα από τα δάκρυα.

Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του ΆηΓιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγγρίζουν τ' αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!

Έπεσε τότε αχώντας, και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα. Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτοσαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι για μια πηγούλα, τι διψούν και θεν κι' οι διο να πιούνε825 και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος· έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.

Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.

ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.