Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.
Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.
Εις την κορυφήν του κρεββατιού ήσαν δύο λαμπάδες αναμμένες και από τούτο το φαινόμενον εκατάλαβα ότι εκεί ευρίσκετο κανένας ζωντανός, επειδή αι λαμπάδες αφ' εαυτού των ήτον αδύνατον να καίουσιν.
ΑΡΓΓΑΝ Πρέπει, αγάπη μου, να κάνω τη διαθήκη μου με τον τρόπο που λέει ο κύριος· αλλά για κάθε ενδεχόμενον, θέλω να σου εγχειρίσω αμέσως είκοσι χιλιάδες φράγκα χρυσά που έχω κρυμμένα μέσα στο ντουλάπι του τοίχου του κρεββατιού μου και δύο συναλλάγματα πληρωτέα στον κομιστή. Το ένα μου το χρωστά ο κύριος Δάμων και το άλλο ο κύριος Γεράντης. ΜΠΕΛΙΝΑ Όχι, όχι! δε θέλω τίποτ' απ' αυτά!
Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα.
Σπάζομε τα ξεραΐδια από το δέντρο πούναι στο άλσος των Αρπυιών και κάθε μουχρό φαρμακερό κλωνί ματώνει με κόκκινο αίμα μπροστά μας και βγάζει δυνατή πικρή φωνή. Από μια κεράτινη σάλπιγγα μας μιλεί ο Οδυσσεύς κι όταν από τον φλόγινο τάφο του σηκώνεται ο μεγάλος Ghibelline, η περηφάνεια που θριαμβεύει απάνω από τα βάσανα εκείνου του κρεββατιού γίνεται για μια στιγμή δική μας.
Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου». Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση. Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη.
Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.
Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.
Τώρα χορτάρια στης πόρτας μου το σκαλοπάτι θα φυτρώσουν και η αράχνες τον ίσιο τους θε ν' απλώσουν 'πάνω απ' του κρεββατιού σου τ' αγγοννάρια, όπου ξαπλωμένο σαν βρισκόταν το κορμί σου το μελοδρωμένο, ερχόμουνα να σου φιλήσω μάγουλο. . . Ωιμένα! δόστε μου στάχτη στ' ασπρισμένα μαλλιά μου να σκορπίσω! Αχ! η κακομοίρα 'γώ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν