United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λιτανεία βγαίνει από το χωριό και το χωριό είναι ολάνθιστο από τις ροδιές και την αγράμπελη. Τα σπίτια είναι καινούργια, η εξώπορτα της οικογένειας Πιντόρ είναι καινούργια, από καρυδιά, γυαλίζει και το μπαλκόνι είναι ανέπαφο….. Όλα είναι καινούργια, όλα είναι όμορφα. Η ντόνα Μαρία Κριστίνα είναι ζωντανή και προβάλλει στο μπαλκόνι όπου είναι απλωμένες οι κουβέρτες από μετάξι.

Η Βεργινία κούνησε το κεφάλι της πως «όχι» Τότε να στρώση την αντρομίδα μπροστά στο κρεββάτι κοντά σου, μήπως και θέλησης τη νύχτα τίποτις. . . Δε φθάνουν οι κουβέρτες Της δίνομε το πάπλωμα κ’ εμείς σκεπαζόμαστε με το νυφικό μας.

Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.

Όλα ήταν σε τάξη εκεί μέσα: επάνω μερικά φθαρμένα παπλώματα, μεταξωτά χαλιά, μάλλινες κουβέρτες που από την πολλή χρήση είχαν πάρει το κίτρινο χρώμα του κρόκου, πιο κάτω τα ασπρόρουχα που μύριζαν κυδώνι και κάνιστρα φτιαγμένα από ασφόδελο και βούρλα που στο κιτρινωπό τους φόντο διαγράφονταν σχέδια σε μαύρο χρώμα βάζων, ψαριών και ειδωλίων της πρωτόγονης τέχνης της Σαρδηνίας.

Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.