United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα. Κερ. Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή. Περμ. Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. Πιπ. Καλημέρα. Περμ. Να τα καλύψης.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη!

Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ ουδαμού τον εύρον. Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.

Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Η Βεργινία κούνησε το κεφάλι της πως «όχι» Τότε να στρώση την αντρομίδα μπροστά στο κρεββάτι κοντά σου, μήπως και θέλησης τη νύχτα τίποτις. . . Δε φθάνουν οι κουβέρτες Της δίνομε το πάπλωμα κ’ εμείς σκεπαζόμαστε με το νυφικό μας.

Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθησεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.