United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγε λοιπόν στο μέρος όπου είχαν αποθέσει τα όπλα του Τριστάνου: «Αυτή η περικεφαλαία είνε από καλό ατσάλι, σκέφτηκε, γερή και σίγουρη. Κι' αυτός ο θώρακας δυνατός, αλαφρός, άξιος να τον φορή ένας ήρωας». Πήρε το ξίφος από την λαβή. «Βέβαια ωραίο σπαθί κι' αυτό, όπως πρέπει σ' έναν τολμηρό βαρώνο». Βγάζει από το πλούσιο φυκάρι, για να την καθαρίση, τη ματωμένη λάμα.

Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Ελύθηκα... Και αλήθεια έλεγε. Όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν τα δάχτυλά μου, όπως ήσαν κλεισμένα στο σίδερο της τρόμπας έτσι έμεναν. Ούτε ν' ανοίξουν ούτε να κλείσουν περισσότερο ειμπορούσαν. Τα μπράτσα έμεναν σκληρά και αλύγιστα σαν ατσάλι. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα ήθελα βοήθεια για να σηκωθώ από πίσω.

Πολλά χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή και συμμαζεμένη.

Είχανε ως δέκα αφτά σειρές μαβρουδερό απ' ατσάλι, κι' από καλάι ως είκοσι, και δώδεκα χρουσάφι· 25 και δράκοι κατά το λαιμό, τρεις από κάθε μέρος, ατσάλινοι απλονόντουσαν, σα δόξες που στυλώνει ο Δίας μες σε σύγνεφο, προς τους θνητούς σημάδι. Έπειτα βάζει το σπαθί στους ώμους, που σφαντούσαν τ' ατόχρυσά του τα καρφιά, κι' είχε αργυρό τριγύρω 30 φηκάρι που με χρυσωτά λουριά 'ταν κρεμασμένο.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».