United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενταύθα και αλλαχού την λέξιν stocks μετέφρασα διά του φάλαγγας · αλλ' ο φάλαγγας δεν είναι ακριβώς το αντίστοιχον του Αγγλικού stocks. Τούτο μεν ήτο μηχανή ξυλίνη έχουσα οπάς, εντός των οποίων εκλείοντο οι πόδες ή αι χείρες τε και οι πόδες του καταδίκου.

Έχεις γάλα στο σπίτι; δώσε μου να πιω, διψώ φοβερά. — Έχω κάτι καλύτερο από γάλα! είπε το κορίτσι· και θα σου το δώσω. Χθες ήσαν εδώ ταξειδιώται με τους οδηγούς των, ελησμόνησαν μισή μποτίλια κρασί, τέτοιο, που δεν έχεις συ ακόμη γευθή· δεν θα το πάρουν 'πίσω, εγώ δεν πίνω, πιε συ! Και το κορίτσι έφερε το κρασί κοντά του, έχυσε μέσα σε μια ξυλίνη κούπα και την προσέφερε εις τον Ρούντυ.

Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.

Τους τρόπους των βαρωνίδων και των κομησσών, εις την τάξιν των οποίων θα εισέλθη. Εις την τάξιν των οποίων εισέρχεται ως μελλόνυμφος του κόμητος Plumpsium. Του κόμητος De Plumpsium με εισόδημα... χηρεύσαντος προ .... με ηλικίαν .... Η ξυλίνη μηχανή εξηκολούθει να ομιλή με το άκρον του σιγάρου της.

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Οι επιβάτες, και δεν είταν λίγοι, στοιβάχτηκαν στη μικρή ξύλινη γέφυρα της ακροθαλασσιάς, θάταν καμιά εξηνταριά, όλο και λεβεντόπαιδα, αμούστακα όλ' ακόμα, ξυραφισμένα, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, μ' ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες.

Ο σύζυγος, αυτή και η ξυλίνη αντίζηλος θα ζώσι του λοιπού και οι τρεις μαζή, υπό την αυτήν στέγην θα είνε αχώριστοι. Αντίζηλον με οστά και σάρκα δεν θα υπέφερε βέβαια· ω! θα ήτο ικανή να της βγάλη τα μάτια! αντίζηλον όμως από ξύλον . . . δεν πηγαίνει να έχη δέκα, ο καλός σύζυγος. Κάτω οι όροι, κάτω αι συμφωνίαι του λοιπού . . . Και έβλεπε και έβλεπε και δεν εχόρταινε να βλέπη και ν' αγάλλεται.

Μιλούσαν χαμηλόφωνα, σαν να ήταν κάτι σοβαρό, αλλά η ντόνα Ρουθ εμφανίστηκε στη μικρή πόρτα κρατώντας στο χέρι ένα αρνίσιο μπούτι λευκό από το λίπος με την βιολετί νεφραμιά σκεπασμένη από τη μπόλια και διέκοψε τη συζήτηση. «Πρέπει να φωνάξουμε τον Έφις για να κάνει μια ξύλινη σούβλα. Πήγαινε Τζατσίντο