United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίποτα! πώς είνε δυνατόν; Ξαναρωτάει: — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στα μεσανό κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο. Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον περιζώνει παντού.

Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε. — Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα. Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη. — Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω. — Μα τι σε πειράζει σταυρόςλουλούδι; Ίδιο είνε. — Όχι· καλήτερα λουλούδι. Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι.

Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.

Ο Έφις την κοιτά και νοιώθει, όπως πάντα μπροστά σ’ αυτή την φιγούρα που ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια ενός παρελθόντος χωρίς όρια, ζάλη σαν να ήταν εκείνος που αιωρείται σ’ ένα μαύρο κενό όλο μυστήριο... Σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, παμπάλαια. Του φαίνεται πως ζωντανεύει το κάθε τι γύρω του, με μια ζωή όμως φανταστική, μυθική.

Και γιατί;» «Έφις, άκουσα!», επανέλαβε με μονότονη φωνή, αλλά ξαφνικά η φιγούρα της τινάχτηκε, η σκιά ψήλωσε λες, έγινε τεράστια. Ο Έφις την αισθάνθηκε επάνω του σαν τίγρη. «Έφις, κατάλαβες; Εκείνος δεν πρέπει να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ, ούτε στο χωριό! Εσύ, εσύ φταις για όλα. Εσύ τον άφησες να έρθει, εσύ είπες ότι θα μας προστάτευες από εκείνον… Εσύ…

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Οι άλλοι πρότειναν να παν μαζί του, και βγήκαν στην θάλασσα το απόγευμα, μια και η νύχτα είναι η καλλίτερη ώρα για ψάρεμα. Όλη την νύχτα πάσχιζαν μάταια. Νωρίς την αυγή, στο ομιχλώδες λυκόφως, στην ακτή, είδαν την φιγούρα κάποιου που δεν αναγνώρισαν.

Έκανε να πιάσει κανένα, τόσο κοντά πετούσαν στο πρόσωπό του, και έμενε ακίνητος παραφυλώντας∙ έτσι περνούσε η ώρα. Μια μέρα όμως είδε ν’ ανεβαίνει, διασχίζοντας την μικρή αυλή, η κουρασμένη φιγούρα του Έφις και τότε κατάλαβε ότι εκείνον περίμενε. Μόλις έφτασε κάτω από το παραθυράκι ο υπηρέτης κοίταξε προς τα επάνω χωρίς να μιλήσει.

Και του χαμογελούσε όπως του χαμογελούσαν οι γυναίκες. Να, η φιγούρα του «παλικαριού» είχε ήδη πάρει μέσα στη ζωή του την καλύτερη θέση, όπως στον κύκλο του χορού. Και με τη σκέψη ξαναγύριζε στη στιγμή που έτρεξε στο σπίτι των αφεντικών του για να δει το γιο της Λία: τι στιγμή! Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που δεν θυμόταν τι είχε πει, τι είχε κάνει.