United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. — Δε βαριέσαι!.. Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Την υστεραίαν η Μαλαμμώ είχε δουλειά στο σπήτι της, κάτω στο χωρίον, τρεις ώρας δρόμον. Την τρίτην ημέραν δεν ευκαιρούσεν ο σύζυγός της, όπου ήτο ολίγον κτίστης, αλλά και αγωγιάτης και γεωργός. Φθάνουν εις τα πρόθυρα του Κάστρου, κάτω εις το βαραθρώδες του χάσματος, κυττάζει η Μαλαμμώ. Τα σανίδια έλειπαν. Έκαμε πολλούς σταυρούς, ηπόρησεν, ηγανάκτησε.

Εδώ ετριζοβόλουν οξυές θεόρατες, εκεί εβροντούσαν χιλιόχρονες βελανιδιές, δεξιά εχούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά εστέναζαν λυγερά κυπαρίσσα! Ένα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία και αρραγμένο κατάμπροστα, επετούσε τα σανίδια σαν πούπουλα κ' εσκέπασε τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι Σμυρνέικο κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια.

Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του.

Δε θυμάμαι, να σ' πω! Και ερωτών την Κρατήραν λέγει: — Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα; — Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα. — Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν. — Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.

Το λοιπόν, πού τάχεις βάλη τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ' ακούμπησα. — Πού είνε τα, το λοιπόν; — Πούν' τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σούπα εγώ, βλοημένη, να μην κάνης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν' αδειάσω, να τα κουβαλήσουμε το μουλάρι, ή, αφού τάφερες, νάκανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην Εκκλησιά.

Θα το ιδούμεν, αν είναι αληθινή βασιλοπούλα, είπε μέσα της η γραία βασίλισσα, και υπήγεν εις το κρεβάτι, το οποίον ητοίμαζαν διά την νέαν, και εσήκωσεν όλα τα στρώματα, και έβαλεν εις τα σανίδια του κρεβατιού έν ρεβίθι, και αφού έστρωσεν απ’ επάνω είκοσι στρώματα και είκοσι πουπουλένια παπλώματα, επροσκάλεσε την βασιλοπούλαν να κοιμηθή. Την αυγήν την ηρώτησαν πως εκαλοκοιμήθη.

Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματωμένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν' ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ' από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες. Τι να σου τα λέω τάλλα, παιδί μου!

Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο. 30 Ιουλίου.