Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος; Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει. — Ένα ιχθύν. — Τι είπες; — Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε.

Και το νερόν όλην την ημέραν μένει ψυχρόν και παγωμένον μέσα εις τα βαρέλια, κατά Ιούλιον μήνα, υπό τας φλεγούσας ακτίνας του ηλίου, από τας οποίας ψήνονται πεταλίδες και πορφύραι και οστρείδια επάνω του μικρού φατνώματος της πλώρης της βάρκας.

Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του.

Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον. Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε παγωμένον το αίμα.

της γης τα βάθη κρύψου, Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον, είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν ακίνητα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα, αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο· αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας. ΜΑΚΒΕΘ Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ!

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.

Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν. Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπάρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον. Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι' εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσωσιν εις την ζωήν. Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα εις τους οικείους του. Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.

Αλλ' η σκαμπαβία σθεναρώς έπλεε, φέρουσα τας τροφάς διά το Μετόχιον, τον οικονόμον πάτερ Γαλακτίωνα, καθήμενον έμφοβον παρά τον φλόκον, με ανεμιζόμενα τα κόκκινα τα γένεια του, και τον κυρ Μέντιον, τον αδάμαστον όνον, ησυχάζοντα εν τη κοιλία του πλοιαρίου, κτυπώντα δε κάποτε τα ώτα του, οσάκις ησθάνετο το χιονόνερον, παγωμένον, προσβάλλον αυτά. — Δεν είδα ησυχώτερον επιβάτην από τον κυρ-Μέντιον.

Αν είχαμεν ολίγην φωτιάν εις αυτόν εδώ τον αγριόκαμπον, θα ήτον ωσάν την καρδιάν ενός παραλυμένου γέρου: — μια μικρή σπίθα εις ένα μέρος και όλον το επίλοιπον σώμα παγωμένον. — Κύτταξε εκεί! Μια φωτιά περπατεί κ' έρχεται κοντά μας. ΕΔΓΑΡ Δαιμόνιον είναι αυτό που έρχεται! Το βλέπεις; Εβγαίνει έξω, αφού σημάνη ο εσπερινός, και περπατεί έως, να πρωτοκράξη ο πετεινός.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν