United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός.

Τους δε θείους αυτούς λόγους επεσφράγισεν ο Ιησούς και δια του θείου αυτού παραδείγματος· διότι, ότε ο όχλος των Ιουδαίων εν τη μανιώδει παραφορά του κατεδίωξε τον Σωτήρα ημών, τον εσυκοφάντησε, τον ενέπαιξε, και επί του Γολγοθά τον εσταύρωσε, δεν ηγανάκτησεν ο θεάνθρωπος κατά των θανασίμων αυτών εχθρών του, δεν επεθύμησεν εκδίκησιν, δεν επεκαλέσθη την τιμωρίαν των φονέων του παρά του παντοδυνάμου Πατρός του· αλλ' εν τη θεία αυτού αγαθότητι παρεκάλεσε τον Ύψιστον να συγχωρήση τους φονείς του, διότι δεν εξεύρουν τι κάμνουν. « Πάτερ, είπεν, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. »

Είστε σεις; είπεν ο διοικητής. — Αυτό δεν είναι δυνατό! είπε ο Αγαθούλης. Πέφτουνε κ' οι δυο ανάσκελα· μετά αγκαλιάζονται, χύνουνε ποταμούς δάκρυα. — Πώς! είστε σεις λοιπόν, αιδεσιμώτατε πάτερ, ο αδερφός της ωραίας Κυνεγόνδης! Σεις, που σας σκοτώσανε οι Βούλγαροι! Σεις ο γυιός του κυρίου βαρώνου! Σεις Ιησουίτης στην Παραγουάη! Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτός ο κόσμος είναι παράξενο πράγμα!

Ο δε πάτερ Κορβίνος, λησμονήσας κακείνος τον εκεί παρακείμενον Φρουμέντιον, ώρμησε να υποβάλη εις την βάσανον της πείρας τα φυσιολογικά θεωρήματα του επισκόπου Καισαρείας. Αλλ' ο Άγιος Βίτος επροστάτευε τον ύπνον των υπό την σκέπην του αναπαυομένων εραστών, ουδ' ηδύνατο ν' ανεχθή να μιανθώσι τα μυστήρια του υπό χαμερπούς ευνούχου.

Μεταξύ αυτών παρετήρησεν ο ιερεύς νεανίδα τυφλήν, πτωχικώς ενδεδυμένην, οδηγηθείσαν πλησίον του, και προσφέρουσαν ποσόν ανώτερον παντός άλλου. — Όχι, κόρη μου, τη είπεν ο ιερεύς, είσαι πτωχή και αόμματος· η προσφορά σου είναι μεγάλη· δεν δέχομαι παρά το ήμισυ αυτής. — Είναι αληθές, πάτερ, απήντησεν η νεάνις, είμαι τυφλή εκ γενετής, αλλά πτωχή τώρα δεν είμαι.

Ταύτα απεκρίθη και οι Μυσοί ευχαριστήθησαν· κατ' εκείνην όμως την στιγμήν εισήλθεν ο υιός του όστις είχε μάθει τι εζήτουν· και επειδή ο Κροίσος δεν ήθελε να τον πέμψη μετ' αυτών, ο νεανίας τω είπεν. «Ω πάτερ, αι κάλλισται και ευγενέσταται πράξεις ήσαν πρότερον δι εμέ να συχνάζω εις τους πολέμους και εις τα κυνήγια· τώρα με απομακρύνεις και από τα δύο· εν τούτοις ούτε αδυναμίαν έδειξα, ούτε έλλειψιν θάρρους.

Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, όστις είχεν υπάγει αφ' εσπέρας, μ' επληροφόρησεν ότι ο πάτερ Γεράσιμος είχεν υποσχεθή να σηκωθή μετά μίαν ώραν, και ν' αρχίση τον όρθρον. Καλά. Σημείωσις ότι το παλαιόν μονύδριον της Κεχριάς ήτο προσκολλημένον ως μετόχι εις το πάλαι ποτέ σεβάσμιον κοινόβιον του Ευαγγελισμού, κ' εκείθεν είχεν έλθει διά να τελειώση την πανήγυριν ο παππα-Γεράσιμος.

Αλλ' ου Θέμις, ή δ' ος, τον στρατόν ημάς πέμπειν, κακοδοξία πολλή προσκυλινδουμένοις. Αλλ' ου πάσιν, ην δ' εγώ, η κακοδοξία σύνοικος, Σχολαρίοις δε και τοις τοιοίσδε επιβόσκεται μόνοις. Καίτοι γε, ή δ' ος, τα των τοιώνδε κρατεί παρ' αυτοίς, τοις φρονούσι δ' ου πείθονται. Πεπείσονται, ην δ' εγώ, ω Πάτερ, επειδάν ίδωσι τους μισθοφόρους τους σους παρεσομένους.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, ως λέγουν ότ' η γνώσι σουτον κόσμον είναι η πρώτη, 125 ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».

Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρεύματος.