United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είτανε βέβαια η ξένοιαστη ευτυχία με την τυφλή, αδοκίμαστη ακόμα αυτοεμπιστοσύνη της νιότης. Είταν κάτι περσότερο. Είταν εκείνη η ήσυχη αρμονία, που έρχεται μεταξύ δυο ανθρώπων, που υποφέρανε μαζί και νικήσανε, μια ευτυχία, που τίποτε δεν μπορεί να τη θολώση και να τη σβήση, γιατί είναι δεμένη άλυτα μαζί με το πιο τρίσβαθο είναι δυο ανθρώπων.

Ο χαρακτήρ του Λαέρτου δεν στερείται ευγενείας· διά τούτο μόνος μεταξύ των Αυλικών αυτός έχει την συμπάθειαν του Αμλέτου· αλλά ο έμφυτος ιπποτισμός του εξαχρειόνεται από τα στρεβλά ηθικά δόγματα της εποχής του, εις την οποίαν η τυφλή φονική ανταπόδοσις ήταν κανών ανώτερος παντός ηθικού νόμου.

Το πέλαγος εφούσκωσε πλέον, υψωθέν υπεράνω ημών επιφόβως, αλλ' η σκούνα, γυρμένη προς την δεξιάν πλευράν, — μούρα αριστεράως τυφλή εισχωρεί διαμελίζουσα εις δύο κραταιώς τους ατελευτήτους όγκους, τους οποίους το πέλαγος σωρεύει κατ' αυτής τον ένα μετά τον άλλον, θαλάσσιον τέρας η σκούνα, λυσσωδώς καταπατεί υπό την τρόπιν της τα ογκώδη κύματα, και του δίνει, μωρέ γέμου, λοξοδρομούσα προς ανατολάς, εν τριγμώ των ιστών και συριγμώ των καρχησίων, εν ώ όπισθέν μας αλαλαγμός και βοή και σύγχυσις και σκοτία και συμπλοκαί κυμάτων και ολοφυρμοί, εφ' ων πένθιμοι ακτίνες προσπίπτουσιν, ακτίνες πράσινοι και ερυθραί, το φως των φανών της γραμμής.

Τι δε &λέγουσιν& οι εναντίοι; Προέγνω ο Θεός, προώρισεν ο Θεός, θα κολασθή άρα ο άνθρωπος. Και η θεία πρόγνωσις τυφλή, και η ανθρωπίνη θέλησις αδρανής. Ω της κακοδοξίας! ω της πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!... Ο Πλήθων παραδόξως έμενε σκυθρωπός ακούων τας λέξεις ταύτας. Ο Σχολάριος τον ώκτειρε, και εσιώπησε.

Μεταξύ αυτών παρετήρησεν ο ιερεύς νεανίδα τυφλήν, πτωχικώς ενδεδυμένην, οδηγηθείσαν πλησίον του, και προσφέρουσαν ποσόν ανώτερον παντός άλλου. — Όχι, κόρη μου, τη είπεν ο ιερεύς, είσαι πτωχή και αόμματος· η προσφορά σου είναι μεγάλη· δεν δέχομαι παρά το ήμισυ αυτής. — Είναι αληθές, πάτερ, απήντησεν η νεάνις, είμαι τυφλή εκ γενετής, αλλά πτωχή τώρα δεν είμαι.

Εις την πρακτικήν ενέργειαν η αξία των συνήθων λέξεων μετεβλήθη αυθαίρετα· διότι η μεν άλογος τόλμη εχαρακτηρίσθη ως θάρρος αφωσιωμένον προς τους συνεταίρους· η προβλεπτική βραδύτης ως ευπρεπής δειλία· η μετριοφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρίας· η πολλή περίσκεψις ως εντελής αδράνεια· η τυφλή παραφορά εθεωρείτο ως ένδειξις ανδρείας· η σύνεσις ως εύλογος πρόφασις προς αποφυγήν.

Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285 το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· «Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους εμάς συντρώγεις και άφθονοτα γεύματ' έχεις μέρος, 290 και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους 'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300 και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσιτον νουν, επήρε δρόμο κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305 τανύσης· καιτον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβιτον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310

Τυφλή και μανιωμένη Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένοτα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη Μεςτο λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα, Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψητην ψυχή του Την έρμη την πατρίδα του κ' εκείτον άλλον κόσμο Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση, Και μην πεθάνη νηστική.

Εν τούτοις με την εξήγησιν αυτήν θα εχαρακτηρίζετο ως άλογος και τυφλή ενέργεια, — όπερ είναι εντελώς αντίθετον προς την Πλατωτικήν Φιλοσοφίαν. — Ο διάλογος ούτος συνάπτεται προς τον Γοργίαν και Πρωταγόραν, συνεγράφη δε πάντως μετά το 395 π.

Τότε τον βρέσκαν οι βοσκοί στα δέντρα ριζωμένο, Με το κοπάδι αμάζευτο σ' όλα τα πλάγα σκόρπιο, Να κλαίη να κλαίη και θλιβερά να λέη ο μαύρος τέτοια: — «Άθλια καρδιά, πώς σκόνταψες τυφλή στο βρόχι τούτο; Γιατ' είσ' ενού φτωχού καρδιά πούνε κυρά του η Χρύσω.