United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν μου ήτο δυνατόν ακόμη να το σέρνω, χωρίς να τρέχω κίνδυνον να επαναστατήσωτα κραταιά κι' ακλόνητα, θεοί, θελήματά σας, θα άφινα ν' αποκαή και μόνον του να σβήση της μισητής μου της ζωής το άθλιον φυτήλι! Αν είν' ο Έδγαρ ζωντανός, ω! προστατεύετέ τον!... Υγίαινε! ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή!

Ένα τραγούδι πίσω φτάνει και τον αέρα αηδόνι κάνει· σιγό δεν είναι μαϊστράλι που πάει να σβήση στο ακρογιάλι, ακράτητο είναι σαν τον μπάτη που φτάνει ολόμακρα απ τα πλάτη και σα μιας νίκης θρύλος σπάζει· χαιρέτισμα στον ήλιο μοιάζει, στον ήλιο που απ τα βάθη πέρα ψηλώνει πάλι στον αιθέρα.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.

Η εικόνα εκείνη του τυπώθηκε τόσο ζωηρά στη φαντασία, ώστε τίποτε δεν μπορούσε να τη σβήση. Και διηγότανε στον καθέναν, που ήθελε νακούση, πως ήρθε ο θάνατος στον Πέτρο και τονέ φοβέριξε πως θα τον πάρη και πως έφυγε πάλι, όταν ο Πέτρος τον παρακάλεσε τόσο θερμά. Το διηγότανε με τέτοιον τρόπο, που ανατρίχιαζε μόνο με την ανάμνηση κι ο ίδιος.

Φυσούσε δυνατός αέρας και φυσικά τη στιγμή αυτή κάθε άλλο είτανε παρά ευχάριστος, όχι τόσο γιατί έκανε ενοχλητικό το ταξίδι, όσο γιατί μια τρικυμία στα δυτικά ακρογιάλια δεν είναι το καταλληλότερο μέσο να σβήση μιαν αντιπάθεια προς τη θάλασσα, όταν υπάρχει.

Και την σκληρήν σου αδελφήν δεν ήθελα ν' αφήσω εις την χρισμένην σάρκα του να χώνη λύκου 'δόντια! Την νύκτα την ολόμαυρην, οπού η τρικυμία 'κτυπούσε το ασκέπαστο κεφάλι του, θαρρούσες πως θα φουσκώση η θάλασσα ως τ' ουρανού τα ύψη, να σβήση με τα κύματα τα πυρωμέν' αστέρια! Αλλά επλήθαιν' η βροχή από τα δάκρυά του!

Κι ωσάν αγάπη λίγη πια εδώ να την κρατή, ποθεί μακριά να φύγη κι αυτά να πάη να βρη. Γλυκέ φίλε, συχνά δε φεύγει μέρα που ο καημός σου στο νου μου δεν περνά, έχεις γεμίσει τόσο τον αέρα που γύρω μας ανάσανες τερπνά, ώστε ο καιρός να μην μπορή να σβήση το γοργοπέρασμά σου ό τι έχει αφήσει.

Η αναπνοή του σερνότανε βαρειά και βαθειά, ροχάλιζε σχεδόν-που δεν τόκανε ποτέ του. . . Κάτω απ’ τα πάπλωμα της Λιόλιας κάτι τάραζε. . τρεμοσάλευε: η Λιόλια έκλαιγε μ’ αναφυλλητά. . Έκλαιγε για τη δυστυχισμένη τη Βεργινία, για το φιλί του Νίκου που της έκαιγε ακόμα στα χείλια κι ως μέσα στην ψυχή της, έκλαιγε για τα χορό που τέλειωσε και για τα βιολιά που έπαιζαν πιο δυνατά και πιο γλυκά μόλις πήγαινε κοντά τους και τώρα σβήσανε για πάντα γιατί άμα σβήση κάτι και πεθάνη, για πάντα πεθαίνει!

Δεν είτανε βέβαια η ξένοιαστη ευτυχία με την τυφλή, αδοκίμαστη ακόμα αυτοεμπιστοσύνη της νιότης. Είταν κάτι περσότερο. Είταν εκείνη η ήσυχη αρμονία, που έρχεται μεταξύ δυο ανθρώπων, που υποφέρανε μαζί και νικήσανε, μια ευτυχία, που τίποτε δεν μπορεί να τη θολώση και να τη σβήση, γιατί είναι δεμένη άλυτα μαζί με το πιο τρίσβαθο είναι δυο ανθρώπων.