United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εικόνα εκείνη του τυπώθηκε τόσο ζωηρά στη φαντασία, ώστε τίποτε δεν μπορούσε να τη σβήση. Και διηγότανε στον καθέναν, που ήθελε νακούση, πως ήρθε ο θάνατος στον Πέτρο και τονέ φοβέριξε πως θα τον πάρη και πως έφυγε πάλι, όταν ο Πέτρος τον παρακάλεσε τόσο θερμά. Το διηγότανε με τέτοιον τρόπο, που ανατρίχιαζε μόνο με την ανάμνηση κι ο ίδιος.

Τον ωνόμαζαν όλοι Αφέντη και γελούσαν, όταν διηγότανε καμιά ιστορία! Η κυρία βαρωνέσσα, που ζύγιαζε πάνω-κάτω τριακόσιες πενήντα λίτρες, είχε γι' αυτό τη γενικήν εχτίμηση και δεχότανε τον κόσμο με αξιοπρέπεια, που την έκαμνε ακόμα πιο επιβλητική. Η κόρη της η Κυνεγόνδη, ηλικίας δεκαεπτά χρονών, ήτανε ροδοκόκκινη, δροσάτη, παχουλή, ορεχτική.

Ξακολούθησα να γράφω ακούραστα κ' η γυναίκα μου καθότανε κοντά στο κρεββάτι του παιδιού, του κρατούσε το χέρι και του διηγότανε παραμύθια όταν είτανε σε κατάσταση νακούη.

Δεν αστειευόντανε μαζί του, μα εκείνο που τους διηγότανε τους δυνάμωνε στα αίστημα πως είχανε μπροστά τους ένα πλάσμα παράξενα λεπτό και τρυφερό και το παίρνανε στα χέρια τους και τα ανεβάζανε στους βράχους. Κι ο Σβεν δεν άφινε την ευτυχία του να συγχυστή από αυτούς τους μύθους. Είτανε τόσο συνειθισμένος μ' αυτούς, ώστε του φαινότανε πως τον ακολουθούσανε σαν ο ίσκιος τον ήλιο.

Ο Σβάντε γυρνούσε γύρω μόνος και σιωπηλός, πήγαινε με τη βάρκα στο αντικρυνό ακρογιάλι και διηγότανε στις μικρές φιλενάδες του εκεί πως ο μικρός αδερφός είτανε βαριά άρρωστος και πως στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε μια νοσοκόμα, για να μπορή η γυναίκα μου ναναπαύεται τη νύχτα. Αυτό δεν έγινε χωρίς μεγάλη αντίσταση από μέρος της Έλσας.

Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.

Η γυναίκα διηγότανε κι ο άντρας βεβαίωνε ξαναλέγοντας τα λόγια της. Και το κακό είχε ρθει τόσο δόλια και ξαφνικά, ώστε να μην μπορέση να του αντισταθή κανείς ούτε να μπορέση να δώση κανείς βοήθεια. Η πυρκαϊά έπιασε μιαν ανοιξιάτικη μέρα το Μάρτη, μια μέρα που φυσούσε ο βοριάς ψυχρός κι ο πάγος ανάμεσα στα νησιά ούτ' έσπαζε ούτε βαστούσε να περάσουν απάνω του.

Θυμότανε και διάφορα επεισόδια των επαναστάσεων και τα διηγότανε ωραία. Στις κυνηγιτικιές μου εκδρομές δε μέτερπαν μόνον του κυνηγιού οι περιπέτειες, αλλά και τάγνωστα κιωραία μέρη πούβλεπα. Και γνώρισα όλα τα μέρη στην περιοχή του Αμαλού. Ο Βασίλης πούχε πολλές φορές κυνηγήσει εκεί πάνω, μούταν οδηγός μου. Διότι δε μάφηνέ ποτε να πηγαίνω μόνος, από φόβο μην πάθω τίποτε.

Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.