Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ένα δρόμο πήγαιναν όλοι τους· πίστευαν πως ο Πάπας λάθος δεν μπορούσε να κάμη, και τον ακολουθούσανε. Με τέτοια λοιπό διαφορετικά στοιχεία, μήτε τώνε δικώ μας οι γνώμες δεν μπορούσανε να κολλήσουνε στη Ρώμη μήτε οι δυτικές στην Κωσταντινούπολη· είτανε δυο διαφορετικά συστήματα, ας πούμε δεσποτισμός και δημοκρατία. Αυτού μέσα βρίσκεται το καθαυτό μυστήριο του χωρισμού.
Τούμπανα και βούκινα χαιρετήσανε τον καινούργιο βασιλιά. Και τώρα μπροστά αυτός και πίσω ο γέρος ο πατέρας του με τα δάκρυα στα μάτια, μπήκανε στη μεγάλη πολιτεία. Χιλιάδες αποπίσω τους ακολουθούσανε.
Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κ' οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες. Ο κυρ Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού. ΤΡΙΑ χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη.
Όταν έφτασε στην ηλικία, που οι γονείς μπορούνε να καταγίνουνται με τα τέκνα τους, τον ακολουθούσανε πάντα δυο μάτια, δυο μάτια που χαιρόντανε στο κάθε κίνημά του, εννοούσανε και του δίνανε θάρρος σε κάθε λόγο του, καθρεφτίζανε κάθε κίνημα της τρυφερής κι αθώας ψυχής του καθαρότερα και καλήτερα παρότι θα το έκανε ο ίδιος.
Δεν αστειευόντανε μαζί του, μα εκείνο που τους διηγότανε τους δυνάμωνε στα αίστημα πως είχανε μπροστά τους ένα πλάσμα παράξενα λεπτό και τρυφερό και το παίρνανε στα χέρια τους και τα ανεβάζανε στους βράχους. Κι ο Σβεν δεν άφινε την ευτυχία του να συγχυστή από αυτούς τους μύθους. Είτανε τόσο συνειθισμένος μ' αυτούς, ώστε του φαινότανε πως τον ακολουθούσανε σαν ο ίσκιος τον ήλιο.
Αφίνουμε το χρυσοστόλιστό του αμάξι, που ολόασπρα μουλάρια το σέρνανε, χαλινάρια και λουριά και σέλλες, όλα κατάλαμπρο μάλαμα, που ξαστράφτανε στον ήλιο σαν έβγαινε βασιλική συνοδία. Μα κ' οι αρίθμητοι δορυφόροι που ακολουθούσανε, μαλαματωμένοι φεγγοβολούσαν κι αυτοί κι ολοξόμπλιαστοι.
Στη μεγάλη εξοχική στράτα, με τις πυκνές δεντροστοιχίες, που έφερνε ολοΐσα στην ωραία την ακρογιαλιά, είχε χυθή ο κόσμος, διψασμένος από ήλιο. Γέροι, νέοι, παιδάκια, άνδρες και γυναίκες, σαν μιαν απέραντη κάμπια, με χίλια χρώματα, που σερνότανε αργά απάνω στο χώμα, ακολουθούσανε ο ένας τον άλλο στην παράξενη λιτανεία του νεόφαντου ήλιου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν