United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα.

Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω.

Επειδή και το καράβι κατήντησεν εις ένα ρεύμα τόσον ορμητικόν, που ήτον αδύνατον να γυρίση οπίσω· το οποίον ρεύμα το έφερε με μεγάλην ορμήν, τόσον που εις ολίγον διάστημα καιρού το καράβι κτυπώντας εις τους βράχους ενός βουνού εσυντρίβη.

ΧΟΡΟΣ Ώ, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τρόπος τον θάνατό μου πεια να τον γλυτώσω• γιατί του Βάκχου το κρασί εκείνο, όπου ηθέλησααυτόν να δώσω, εφανερώθη που είχε τη σταγόνα τη Φονική, που εχύθη απ' τη Γοργόνα. Αχ! είναι ολοφάνερο, πως τώρα του Άδη εμείς θα γίνουμε τροφή• η συφορά για μας, και στην κυρά μας μέσα στους βράχους η καταστροφή.

Τα τειχίσματα από του πελάγου το μέρος μικρή δουλειά δεν είταν, επειδή βράχους θεόρατους αναγκαστήκανε να ρίξουνε για να πιάσουν θεμέλια που ν' αντέχουνε σε ρέματα και σε φουρτούνες. Έχτισαν και μόλους απ' αυτή τη μεριά κ' έκαμαν τα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της Πρωτεύουσας, «Σοφιών» κ' «Ελευθερίου». Σύγκαιρα δούλευαν και μέσα στην Πόλη οι χτίστες.

Ακούω, ακούω τον θόρυβον Ως αρχομένης μάχης· Κουφοβροντάει τοιούτως, Ότε επάνω εις τους βράχους Ρίχνεται η θάλασσα. Δάσος βοάει τοιούτως, Οπότε από τα σύγνεφα Σκληρός το δέρνει ο άνεμος· Ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν Εις τον αέρα. Να, των σπαθιών ο κρότος Προδήλως τώρα ακούεται· Να, πέφτουν ως ουράνιαι Βρονταί, πολλά, απροσδόκητα Βόλια θανάτου.

Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν. Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν πολλήν εις τα θρανία του σχολείου.

Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος. Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάζη κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.

Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Διά μιας εστράφη εις τα οπίσω, και με τρία άλματα κατέβη εις το ρίζωμα του κρημνού, υπερεπήδησε την χαράδραν, διέβη δύο ή τρεις χθαμαλούς βράχους και τέλος έφθασεν εις τον βόθρον. Το σώμα της μικράς κόρης ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον εις το ύδωρ, και τα ενδύματά της επέπλεον. Ο Βράγγης έκυψε, την ανέσυρε και περιέβαλλεν αυτήν εις τας αγκάλας του.