Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά.
Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.
Και τότε το κορίτσι θα φωτισθή και θα τ' αρωτήσης, τι βλέπε; Κ' εκείνο θα σου πη βλέπω το και το, ή βουλιαμμένο είνε το καράβι, ή αβούλιαχτο. — Δέσε τη γλώσσα σ', είπεν η Αρχόντω. — Ναι· ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα, κ' έτσι έκαμε η Ραχιώταινα.
Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.
— Δηλαδή, αναγκάστηκε να μολογήση ο Αριστόδημος· η Αρχόντω ήταν μακρινή συγγενής του πάππου μου. Μια νύχτα ο Χαγάνος πήγε με τους ανθρώπους του, σκότωσε τους γονιούς της κ' εκείνη την ατίμασε. Με τον καιρό γεννήθηκε η Ελπίδα. Οι δικοί μας δεν ηθέλησαν να τη γνωρίσουν για αίμα τους. Ο Χαγάνος την έδωκε σ' ένα φτωχό αντρόγυνο — στους Μαλαματένιους — να την αναθρέψουν.
Κ' επανήρχετο εν αθυμία η γυνή εις τον θάλαμόν της και κατέθετε το κιάλι το άχρηστον, κ' έτρωγε το πικρόν δείπνον της εν συντριβή και ανεκλίνετο εις τον σκληρόν καναπέν της εν αγωνία. Και ήτο μόνη εις το ωραίον κομψόν σπήτι της η Αρχόντω, αυτή και η εικοσαέτις ανεψιά της η Φλωρού, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, μη έχουσα θυγατέρα.
Πώς να παρηγορηθή η Αρχόντω διά την απουσίαν του συζύγου της, αφού ήτο εκ των προτέρων γνωστόν ότι ούτος, όπως και όλοι οι πλοίαρχοι, είχε δώσει υπόσχεσιν να έλθη εις τας εκλογάς; Ιδού ήτο Παρασκευή, εξημέρωνε το Σάββατον, την μεθαύριον θα επανέτελλε Κυριακή, ημέρα των εκλογών, και το καράβι δεν εφάνη. — Μάνα, της λέγει μετά πολύν δισταγμόν η ανεψιά η ψυχοκόρη της.
Όχι μονάχα ο αδερφός του αλλά κ' η μάννα του πολλές φορές προσπάθησε να τους αγαπήση. Ήξερε πως η Αρχόντω δεν εσύντρεξε και λίγο τον Αντρέα τον Ευμορφόπουλο στον αγώνα του. Αληθινά εκείνος εκόπιασε. Μα κ' εκείνη με την αντρίκια της ψυχή του έδωκε την κυριώτερη ορμή. Ήταν τ' ακόνι που ακόνισε το λεπίδι του. Τ' ακόνι και το χέρι και το λεπίδι μαζί.
— Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν