United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν συζύγου και τριών τέκνων, — αυτού και δύο κορασίδων, — είχεν εκμισθωθή αντί πεντήκοντα δραχμών ετησίως εις αθηναίον επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων μετέβαλλεν αυτόν εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.

Το πρόσωπόν της έλαμπε τώρα από χαράν, εκείνος, ανησυχήσας ελαφρώς κατ' αρχάςδιότι και ο αθωότερος αδυνατεί να υποστή, εντελώς ήσυχος, και την πλέον ανόητον κατηγορίαν, εννόησε τώρα τα πάντα και έλαβε μειδιών από τας χείρας της συζύγου την καπνοσύριγγα. — Υπέφερα πολύ και σε ηκολούθησα αλλά εγνώρισα την αντίζηλόν μου, την οποίαν τώρ' αγαπώ περισσότερον από σε.

Ο Αλβέρτος συχνά τον είχε πολεμήσει και πολλές φορές έγεινε λόγος γι' αυτό μεταξύ της Καρολίνας και του συζύγου της.

Δια ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρη να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτριας συζύγού του απιστίας.

Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: «Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».

Το μέσον τούτο εφηρμόζετο και εις τας ποινικάς δίκας, πολλάκις δε είχε παράδοξα αποτελέσματα, όπως κατά το 1022, ότε ο νικητής έγινε κύριος των κτημάτων, της συζύγου και του υιού του ηττηθέντος.

Τα καράβια την έσφαζον. Και πλέκουσα την κάλτσαν της, μόνη, βράδυ-βράδυ, ανελογίζετο. Ανελογίζετο την τελευταίαν επιστολήν του θείου της, ενός ναυκλήρου, από την Πόλιν, και τας προφορικάς πληροφορίας του καπετάν-Γιαλή του Καλόγερου, φίλου στενού του καπετάν-Μοναχάκη του συζύγου της, αίτινες συνεφώνουν. Της έγραφεν ο θείος της από την Πόλιν, και της είπεν ο καπετάν-Καλόγερος.

Τι να κάμωμε, να σ' ορίσω γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης· Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν. —Δεν ξέρουμε· να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπάρμπα-Διόμα·

Ίσως εφρόνει ότι θα έπαυε πλέον η απρεπής έρις μεταξύ αυτού και της συζύγου του, ην ηγάπα υπερβαλλόντως. Ως και εγένετο, — Να, τώρα έκαμες καλά! τω έλεγεν η κυρά-Μανωλάκαινα. Έτσι άρχισε και ο καπετάν-Μιχαλιός, και σήμερα είνε δήμαρχος.

Όταν δ' επλησίαζαν εις την οικίαν των, έσκυψε προς την μητέρα του και της είπε, προσπαθών να χαμηλώση την φωνήν του: — Αι, μα να το κατέχης ... ..εγώ θα πάρω το Πηγιό. — Δεν σου τα 'λεγα 'γώ; είπε γελών ο Σαϊτονικολής, όταν την επιούσαν έμαθε παρά της συζύγου του την εκμυστήρευση του Μανώλη. Αυτός ήρθε για να βρη το δαίμονά του, μα 'νε τυχερός κευρήκε άγγελο.