United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα φοβερώτατα.

Εγώ δε κρυπτόμενος όπισθεν των δένδρων ηκολούθησα μακρόθεν την συνοδίαν, μέχρις ου είδα τον Αιθίοπα ανοίγοντα την θύραν του κήπου μας και τας γυναίκας μετά των παιδίων εισερχομένας εντός αυτού. Τελευταία εισήλθεν η Δέσποινα. Προτού διαβή την θύραν εστράφη. Ησθάνετο ότι ακολουθώ τα ίχνη της! Εισήλθε μετ' αυτής ο φύλαξ του χαρεμίου, και η θύρα εκλείσθη.

Το πρόσωπόν της έλαμπε τώρα από χαράν, εκείνος, ανησυχήσας ελαφρώς κατ' αρχάςδιότι και ο αθωότερος αδυνατεί να υποστή, εντελώς ήσυχος, και την πλέον ανόητον κατηγορίαν, εννόησε τώρα τα πάντα και έλαβε μειδιών από τας χείρας της συζύγου την καπνοσύριγγα. — Υπέφερα πολύ και σε ηκολούθησα αλλά εγνώρισα την αντίζηλόν μου, την οποίαν τώρ' αγαπώ περισσότερον από σε.

Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί. — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ εμού. Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ.

Ο πατήρ μου εξήλθεν αμέσως της οικίας. Τον ηκολούθησα κατά διαταγήν του. Ήθελε να συσκεφθώμεν μετά των συγγενών περί του πρακτέου. Εξηρχόμεθα μόλις της έξω του περιβόλου μας θύρας, ότε είδομεν ερχόμενον προς ημάς τον Καλάνην, εξάδελφον της μητρός μου, κρατούντα εκ της χειρός την μικράν θυγατέρα του.

Εσκέπτετο ότι και αυτός, αν δεν εδαπάνα την νεότητά του εις αγόνους και σκαιάς επιχειρήσεις, θα ηδύνατο να είναι πατήρ, και να έχη εις το γήρας του μικράν κόρην, οία αύτη, ήτις θα ήτο η παραμυθία του. — Τώρα δε τι εκέρδισα; έλεγεν. Ηκολούθησα όλην την ζωήν μου τον Γάρμπον, όστις μ' εδίδαξε να καταφρονήσω όλα τα επίγεια, χωρίς να κερδίσω τα ουράνια τουλάχιστον.

Μάρκος Βινίκιος Πετρωνίω χαίρειν»,& «Ουδαμού Λίγεια έως τώρα. Η νέα αύτη είναι ανεύρετος. Ηθέλησα να εξακριβώσω αν ο Χίλων με ηπάτα, και την νύκτα, καθ' ην ήλθε να ζητήση τα χρήματα διά τον Ευρίκιον, ετυλίχθην χλαμύδα στρατιωτικήν και τον ηκολούθησα, εν αγνοία, αυτού και του νέου θεράποντος, τον οποίον του είχα δώση.

Εγώ δε, ο οποίος κατά την εφηβικήν μου ηλικίαν δεν εθεωρούμην άσχημος, κατ' αρχάς υπηρέτουν μόνον διά να τρέφωμαι ένα ελεεινόν και φιλάργυρον εραστήν• όταν δε ενόησα ότι αυτή η οδός είνε εύκολος και ηκολούθησα αυτήν, έφθασα εις την κορυφήν, διότικαι ας με συγχώρηση η αγαπητή Αδράστειαείχα άφθονα τα εφόδια τα οποία ανέφερα, το θράσος, την αμάθειαν και την αναισχυντίαν, και η πρώτη μου φροντίς ήτο ν' αφήσω το όνομα Ποθεινός και να γίνω ομώνυμος προς τους υιούς του Διός και της Λήδας.

Ο Οφφικιάλος είδον που έλαβε κάποιον πόνον διά τες δυστυχίες μου· έπειτα μου λέγει· στάσου με καλήν καρδίαν και έλα κοντά μου, και ογλήγορα θέλεις αλλάξει κατάστασιν. Εγώ τον ηκολούθησα, και με έφερε εις ένα εύμορφον οντά εις το παλάτι το βασιλικόν, και εκεί με ηρώτησε πώς ονομάζομαι, και πόσων χρόνων είμαι.

Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να της προξενήσω συχασίαν.