United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ λοιπόν δεν ηκολούθησα τούτους, αλλ' όλως διόλου τον εναντίον δρόμον, και ομολογώ ότι και σοφιστής είμαι και ανθρώπους διδάσκω, και νομίζω ότι αυτή η προφύλαξις είναι καλυτέρα από εκείνην, το να ομολογώ δηλαδή το επάγγελμά μου μάλλον παρά να το αρνούμαι· κοντά δε εις αυτήν έχω σκεφθή και άλλας προφυλάξεις, ώστε, διά να είπω την αλήθειαν, δεν έπαθον κανέν κακόν, διότι ομολογώ ότι είμαι σοφιστής.

Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να σβύση το φως από την σάλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω πού θενά πλαγιάσης. Μετά τινας ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.

Και αυτό το έπαθα εξ αιτίας σου, Φαίδρε, διότι κατά το διάστημα της αναγνώσεως στρεφόμενος προς σε έβλεπον το πρόσωπόν σου να φαίνεται φαιδρόν ένεκα του λόγου· επειδή δε ενόμιζον ότι η κρίσις σου είναι περισσότερον αρμοδία από την ιδικήν μου εις τοιαύτα θέματα, σε ηκολούθησα και μαζί σου συνεμερίσθην τον ενθουσιασμόν και την έμπνευσίν σου. Φαίδρος Καλά· θέλεις με αυτά τα λόγια να παίζης;

Ω, ηκολούθησα εκείνο ούτινος η θέα μόνη μου προξενεί τώρα ερύθημα! Και αι τρίχες της κεφαλής μου στασιάζουσι, διότι αι μεν λευκαί ελέγχουσι τας μαύρας επί θρασύτητι, αύται δε πάλιν τας λευκάς επί φόβω και τρέλλα. Πηγαίνετε, φίλοι· θα σας δώσω επιστολάς προς φίλους, οίτινες θα διευκολύνουν τα της πορείας σας. Μη λυπήσθε, σας παρακαλώ, και μη λέγετε ότι δεν θέλετε.

ΟΚΤΑΒΙΑ. Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα γονυπετής προ των θεών θα δέωμαι υπέρ σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη κρίνης, Οκταβία μου, περί των ελαττωμάτων μου εκ των διαδόσεων του κόσμου. Δεν ηκολούθησα πάντοτε την ευθείαν οδόν, αλλ' εις το εξής ο βίος μου θα είνε κανονικός. Καλή νύκτα, φιλτάτη κυρία. ΟΚΤΑΒΙΑ. Καλή νύκτα, άρχον. ΚΑΙΣΑΡ. Καλή νύκτα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν κατεργάρη! επιθυμείς την Αίγυπτον.

Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Εκείνος εγέλασε κ' εζήτησε να την εναγκαλισθή. — Όχι, άπιστε! ποτέ πλέον, σε ηκολούθησα και είδα εγώ αυτή την αντίζηλόν μου . . . Και τα έλεγε πολύ σοβαρά, ως ηθοποιόςΚαι δεν γίνεται να γνωρίσω κ' εγώ αυτήν την αντίζηλον; ηρώτησεν εκείνος — ω! ναι· είπε τραγικώς εκείνη· την έφερα, την έχω εδώ και . . . περίμενε!

Ο μέγας Κώδηξ ήτο ζήτημα ορέξεως και ισχύος νεύρων. Περίεργος ηκολούθησα τους ανθρώπους εκείνους εις την Μεγάλην Οδόν. Και είδον τον Κώδηκα συστελλόμενον, και εκείνους τασσομένους εκατέρωθεν εις στίχους, έκαστος δε απεσπάτο εκ του αριστερού, διήρχετο ενώπιον των άλλων, και προσετίθετο εις το δεξιόν.

Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος Μελέτης. Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός κοιτών.