United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.

Ο δε βασιλεύς ευρισκόμενος εις το κυνήγι, οπόταν έλαβε την χαροποιάν είδησιν εγύρισεν ευθύς εις το παλάτι του διά να ιδή το βρέφος και βλέποντάς το εις τα χέρια της μητρός του, η οποία εκάθονταν σιμά εις μίαν μεγάλην φωτιάν, το επήρεν εις τες αγκάλες του, και αφού το εφίλησε πολλές φορές το εξανάδωσε της μητρός του.

Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Ο νέος Μεμιδώφ δεν είνε δυνατόν να γνωρίση τον πατέρα του, χωρίς να μάθη ποίος υπήρξε.. Και την λύπην αυτήν η μητέρα δεν εννοεί να του την δώση κατ' ουδένα τρόπον. Ο Κώστας, μίαν στιγμήν, ως ξένος θαυμαστής, εναγκαλίζεται τον υιόν του και φεύγειΠοίος είνε αυτός που μ' εφίλησε με τόσην συγκίνησιν; ερωτά την μητέρα του έκπληκτος ο νέος Ολυμπιονίκης.

Σαν να μη ήθελε να πονέσης εις τον υστερνόν σου εκείνον μισεμόν. Σαν νάξευρεν ότι για τελευταία φορά σε έβλεπε, και ήθελε με χαρά να σ' αποχαιρετίση, για νάχης για πάντα ως ευχή της, την χαρά. Την είδες! την θυμάσαι! Ελαβε δύναμιν, σαν από άνωθεν. Εσηκώθη επάνω, οπού είχε μήνες να σηκωθή από το στρώμα, και σου έσφιξε το χέρι και σ' εφίλησε: — Στο καλό, παιδί μου! την ευχή μου, παιδί μου!

Δίδει αυτή τα πτερά· Και εις τον τραχύν, τον δύσκολον Της Αρετής τον δρόμον Του ανθρώπου τα γόνατα Ιδού πετάουν. Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον, Κατάπτυστον καρδίαν Έτυχ' όστις ακούει Της δόξης την παράκλησιν Και δειλιάζει. Ποτέ, ποτέ με δάκρυα Δεν έβρεξεν εκείνος Των φίλων του το μνήμα, Ούτε το χώμα εφίλησε Των συγγενών του.

Της Ζακύνθου τα δάση, Και τα βουνά σκιώδη, Ήκουον ποτέ σημαίνοντα Τα θεία της Αρτέμιδος Αργυρά τόξα. Και σήμερον τα δένδρα, Και τας πηγάς σεβάζονται Δροσεράς οι ποιμένες· Αυτού πλανώνται ακόμα Η Νηρηίδες Το κύμα Ιόνιον πρώτον Εφίλησε το σώμα· Πρώτοι οι Ιόνιοι Ζέφυροι Εχάιδευσαν το στήθος Της Κυθερείας.

Όταν εζήτησε την πατρικήν ευλογίαν, ο κυρ Δημητράκης του είπεν: — Ας είνε, παιδί μου· εσύ θα με γεροκομήσης. Και όταν εφίλησε την δεξιάν της μητρός του, η Αρετή του είπε: — Τα χεράκια σου θα με θάψουνε.

Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.