United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• εθαύμαζεν, ως είδε τηντα μάτια εμπρός του, ο γέρος• του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•

Εις μίαν γωνίαν της φωλεάς του αετού παρετήρησεν ο Ρούντυ, ότι μέγας και πολύς εκάθητο ο αετιδεύς, ο οποίος ακόμη δεν είχε ξεπετάξει. Ο Ρούντυ προσήλωσε τα μάτια του επάνω του, εκρατήθη με όλην του την δύναμιν με το ένα χέρι, και με το άλλο έρριψε τον βρόχον περί τον νεαρόν αετιδέα· ήτο πιασμένος ζωντανός!

Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.

Ο καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.

Ο αντιπρόσωπος της Πρωσσίας κατά την μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον ειρήνην εζήτει πτερόν αετού, ίνα υπογράψη το όνομα και τους τίτλους του εις την συνθήκην· εγώ δε εκ της πτέρυγος του Έρωτος επεθύμουν να έχω ως κάλαμον πτερόν, ίνα δι' αυτού περιγράψω του νέου ζεύγους την εφήμερον ευδαιμονίαν.

Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν.

Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον.

Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα, και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!

Αυτά τωόντι λέγονται, είπα, και τώρα μετανοώ διότι ήλθα εδώ χωρίς προηγουμένως να βγάλω τα μάτια μου και να τα αντικαταστήσω με οφθαλμούς αετού. Τώρα ήλθα χωρίς να είμαι καθ' όλα βασιλικώς παρασκευασμένος, αλλ' ομοιάζω με τους νόθους εκείνους και αμφιβόλου γνησιότητος αετούς.

Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.