Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Είχε δε αρχίση να υποχωρή ο μάνδαλος, ότε εξέφυγεν από το χέρι του ο πασαλής και έπεσε με θόρυβον. Ο Μανώλης, και όπως ήτο μεθυσμένος, εφοβήθη. Επ' ολίγον δε έμεινεν ακίνητος και ηκροάσθη. Αλλά εις το εσωτερικόν του σπιτιού εξηκολούθει να επικρατή ησυχία και σιγή. Έσκυψε τότε διά να πάρη τον πασαλήν· εκινδύνευσε δε να πέση και ο ίδιος και να κυλισθή κάτω από το πεζούλι.
Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή.
Τι την έμελλε τάχα, τ' είχε να φοβηθή; Από της παιδικής της ηλικίας, ότε με τ' άλλα βλαχόπουλα εμιμείτο την φωνήν του τέτιγος με σύριγγας εκ τσιμοκαλάμων, μέχρις ου υπανδρεύθη, διήλθε την ζωήν της, ημέραν και νύκτα, εις τους αγρούς με τόσους βοσκούς, νέους λεβέντας και ποτέ δεν εφοβήθη τι.
Όταν ήκουσε τους κώδωνας, επόθησε να παραστή εις την ωραίαν ακολουθίαν των Χριστουγέννων, ν' ακούση τους ωραίους ψαλμούς και να ευφρανθή μετά τόσην νηστείαν. Πλην εφοβήθη να εκτεθή εκ νέου εις το υπερβολικόν ψύχος της νυκτός και εις τον παγετόν των πλακών του ναού. Ουχ ήττον υπεχρέωσε την συζυγόν του να μεταβή αύτη, διότι του εφαίνετο πολύ σκληρόν να λείψουν και οι δύο από την πανήγυριν.
Όλον δε το πλήθος, μετά πολλούς λόγους, απευθυνθέντας προς πολλούς ανθρώπους, έγινεν ηπιώτερον παρά πριν, διότι εφοβήθη προ πάντων διά την σωτηρίαν της πόλεως. Συνεφώνησαν λοιπόν να συγκαλέσουν εις ωρισμένην ημέραν συνέλευσιν εις το θέατρον του Διονύσου, διά να αποκαταστήσουν την ομόνοιαν.
Μη έχοντες διαταγήν να επιτεθώσι δεν ήξευρον τι να πράξωσι. — Θεοί αθάνατοι! είπεν ο Νέρων, οποία νυξ! Από το έν μέρος η πυρκαϊά· από το άλλο τα απολελυμένα κύματα του όχλου! Και εξηκολούθησε να ζητή λέξεις διά να εκφράση λαμπρώς όλον τον κίνδυνον της παρούσης ώρας. Αλλά βλέπων πέριξ του ωχρά πρόσωπα και ανησύχους οφθαλμούς εφοβήθη και αυτός επίσης.
Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.
Μετά τον θάνατον του Χαλκιδέως και την εν Μιλήτω μάχην ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ήτο ύποπτος εις τους Πελοποννισίους, εφοβήθη διά κάποια επιστολήν πεμφθείσαν εκ Λακεδαίμονος προς τον Αστύοχον και προστάζουσαν αυτόν να τον φονεύση, και ότι ο Αλκιβιάδης ήτο εχθρός τον Άγιδος και ελογίζετο άλλως ως προδότης.
— Αρέ, Νιούδα, είπεν αναθαρρήσασα η γραία, ποιος σούδωσε την άδεια; Και επανέλαβε με υψηλοτέραν φωνήν πάλιν το αυτό, ίνα δείξη ότι δεν εφοβήθη. — Να, θειά-Ζωίτσα, απήντησεν ο βοσκός, λίγη αγραμπελιά έκοψα για την καλή Χρονιά... Και έγεινεν άφαντος εις το βουνόν, σύρων τα πλέγμα του χλορού θάμνου της Πρωτομαγιάς, μίαν βαρείαν κουλούραν επί της κεφαλής του.
Υπό τα ακατάπαστα ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον. Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο Νέρων εφοβήθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν