United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το βάθος του δάσους αντήχουν τα καταφερόμενα τελευταία του πελέκεως κτυπήματα και οι κορμοί των δένδρων κατεκυλίοντο εις τας κλιτύς του όρους· από το ύψος επάνω εφαίνοντο ως λεπταί ράβδοι και όμως ήσαν ως οι μεγαλύτεροι των πλοίων ιστοί. Η Λουτσίνη παφλάζουσα έκρουε την μονότονον συμφωνίαν της, ο άνεμος εσφύριζε, τα σύννεφα εταξείδευον.

Από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντοεπί των λόφων και εις τους κήπουςεπί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις. «Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς

Ο Καίσαρ ανεγίνωσκεν εις τους οικείους του απόσπασμα του ποιήματός του «Η πυρπόλησις της Τροίας». Όταν ετελείωσε και αντήχουν αι κραυγαί του ενθουσιασμού των ακροατών, ο Πετρώνιος ερωτηθείς διά του βλέμματος υπό του Καίσαρος είπε: — Αυτοί οι στίχοι είναι καλοί διά την φωτιάν . . . Οι ακροαταί έμειναν εμβρόντητοι. Έκαστος ησθάνθη την καρδίαν του περισφιγγομένην υπό τρόμου.

Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά.

Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί.

Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν: — Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα! Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν: — Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα!

Τολμάς να μου ομιλής για την αγάπην μου, την στιγμήν αυτήν, που είσαι ακόμη μεθυσμένος από τα λόγια της άλλης, που εις τα μάτια σου αντανακλά ακόμη η μορφή της, που εις τα αυτιά σου αντηχούν οι όρκοι της. Τι φρίκη! Και μου ετοίμαζες ολόκληρη ζωή αλυσοδεμένη με τέτοιες ατιμίες!

Τα τριώροφα ταύτα δώματα έτρεμον επί των βάθρων των, ως να εκάμπτοντο υπό το βήμα τοσούτων παρελθόντων αιώνων. Αι γλαύκες εγόγγυζον την νύκτα επί των στεγών, οι κώδωνες αντήχουν περί μέσας νύκτας καλούντες τας μοναχάς εις την προσευχήν.

Ο ήρωας ζη μέσα, χωρίς να γερνάη ποτέ, στην αγκαλιά της φίλης του, και καμμιά εχθρική δύναμις δε μπορεί ποτέ να σπάση το αέρινο τοίχωμα...» Στης επάλξεις του Τινταγκέλ αντηχούν η σάλπιγγες των σκοπών που χαιρετούν την αυγή. — Όχι, λέει ο Τριστάνος, το αέρινο τοίχωμα έσπασε κι' όλα. Δεν είν' αυτός ο κήπος των θαυμάτων.

Βήμα αντηχούν υπό τους θόλους τούτους, μη όντος ορατού του βαδίζοντος, ήθελεν εκληφθή ως ηχώ υπάρξεως πάλαι εκλιπούσης. Πνοή τυχαία ακουομένη περί τα υγρά ταύτα τείχη ήθελε νομισθή ως ύστατος αποχαιρετισμός ψυχής απελθούσης εις την αιωνιότητα, και μυστικόν παράπονον νεκρού, εις ον είνε λίαν στενή η ορισθείσα αυτώ κατοικία.