United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος.

Ο ναός της παρθένου Αθηνάς ανήκε τότε εις την παρθένον Μαρίαν. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ούτε ρινόφωνοι ψαλμωδίαι ούτε λιβάνου νεκρωσίμοι αναθυμιάσεις ή κώδωνες οχληροί ήρχοντο να ταράξωσι τα θέλγητρα των αναμνήσεων. Γλαύκες μόνον τίνες, εμφωλεύουσαι εις τα κοιλώματα της οροφής, εξέπεμπον εκ διαλειμμάτων πένθιμον κραυγήν, ως ει εθρήνουν της δεσποίνης των την εξορίαν.

Από τριών ήδη ωρών ευρίσκετο εις το επίπονον τούτο έργον. Αλλ' εις τον άνθρωπον τούτον εφαίνετο βραχύς ο χρόνος ούτος, ως να μη ήτο κόπος αλλ' ηδονή εκείνο εις ό ησχολείτο. Και έμεινεν επί τινα χρόνον διστάζων αν έπρεπε να εξακολουθήση το έργον του ή να καταβή και να απέλθη εκείθεν. Διότι οι κώδωνες τω επροξένουν φόβον.

Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!» — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι. Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το καλύτερον».

Αλλ' έως ου να καλοδιαβάση το γράμμα ο γέρων, ασυνήθης θόρυβος ηκούσθη έξω ως όταν έρχεται εις την νήσον κανείς επίσημος. Παιδία και γέροντες, γυναίκες και άνδρες συνέρρεον προς την αγοράν με φωνάς και εκφωνήσεις, μόνον ότι δεν εσήμαιναν και οι κώδωνες των ναών.

Το παν ήτο ήρεμον: οι κώδωνες των εκκλησιών εσίγησαν, οι τελευταίοι ήχοι εξηφανίσθησαν μαζί με την λάμψιν των ερυθρών νεφών. — Δικός μου είσαι! ήχει εις το βάθος. Είσαι δικός μουήχει εκ του ύψους, εκ του Απείρου! . . . Θείον! από αγάπης εις αγάπην, από της γης εις τον ουρανόν να πετάξη κανείς. Μία χορδή έσπασε, πένθιμος ήχος ήχησε. Το παγερόν φίλημα του θανάτου ενίκησε το εφήμερον.

Ο Σκούντας και η Αϊμά έκυψαν ίνα εξέλθωσιν εκ του περιβόλου της μονής. Την αυτήν στιγμήν οι κώδωνες ήρχισαν να σημαίνωσι διά το μεσονυκτικόν. Τότε ο γέρων Φούρβης έβαλε κραυγήν και συνέλαβε τον Σκούνταν εκ των όπισθεν. — Τρέξατε! εδώ τους έχω. Τους έπιασα. Ο Σκούντας τοσούτον σφοδρώς τον ώθησεν, ώστε τον ανέτρεψεν ύπτιον επί του πλακοστρώτου εδάφους. Ο Φούρβης πεσών εδούπησεν ως αδρανής όγκος.

Ταυτοχρόνως γλυκύτατα αντηχούσιν όπισθέν μας εν τω πελάγει οι κώδωνες των δύο ιστιοφόρων ως παρεκκλήσια λειτουργούντα, σημαίνοντες την ογδόην ωσαύτως ώραν. Μετ' ολίγον οι ναύται νιφθέντες κ' ενδυθέντες κατέρχονται εις τον θάλαμον του πλοιάρχου, καλέσαντος αυτούς, όπως προσευχηθώσιΚυριακή πρωί — κ' ευχαριστήσωσι τον άγιον Νικόλαον διασώσαντα αυτούς από της τρικυμίας.

Νυχθημερόν εκάπνιζε το θυμίαμα, εκαίοντο κηρία και αντήχουν οι κώδωνες και του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

Εκείνος επροχώρησε, είτα εστράφη προς τον Εσταυρωμένον, ως εάν εζήτει ενίσχυσιν . . . Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν οι κώδωνες του Ναού πανηγυρίζοντος την Ανάστασιν . . . Αι επίσημοι, αι πανηγυρικαί δονήσεις συνεκλόνισαν τον Κλέωνα . . . Ο τρόμος της γυναικός ηύξησε . . . και προχωρήσασα, εγονυπέτησε προ του συζύγου της.