United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.

Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα.

Καλά το λέγει το ρητόν: Το αίμα θέλει αίμα . Ηκούσθη δένδρα να 'μιλούν και να κινούνται λίθοι, και από κίσσαις και κολοιούς και από καρακάξαις να έβγη έξαφνατο φως ο φόνος ο κρυμμένος!... 'Ξημέρωσε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Φιλονεικούν η Νύκτα και η 'Μέρα. Σκότος δεν είναι ούτε φως. ΜΑΚΒΕΘ Πώς σου εφάνη, 'πέ μου, να τον προστάξω τον Μακδώφ κ' εκείνος ν' απειθήση; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έστειλες άνθρωποναυτόν;

Φαντάσου δε και την λύπην αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος, ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!

Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεροι ενορίτισσαι, κατά τους τελευταίους χρόνους, επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζύμωναν από τα βλογούδια». Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον.

Ήτο πρόδηλον ότι ο κύων δεν ηλάκτει άνευ αφορμής, αλλά τον είχεν ιδεί. Συγχρόνως ηκούσθη φωνή ανθρώπου κράζουσα·Σιούτ, Χόμο! εδώ, Χόμο! Ο Χόμο δεν υπήκουσεν, αλλ' εξηκολούθει να υλακτή. — Εδώ, Χόμο! επανανέλαβεν η φωνή. Ήτο ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο υπαίθριος εν μέσω των θάμνων, διότι το είδος τούτο της δροσεράς κλίνης τω ήρεσκεν, ως γνωστόν.

Σαν ανηφόρισαν από το ρέμμα, επήραν τον πλαγινόν δρόμον, εις το υπήνεμον, όπου επί μάλλον έτριζεν υπό τους πόδας το χιόνι. Πουλί δεν εκελαδούσε, μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου, σιμά εις ένα βράχον προσκύπτοντα εις την οφρύν του βουνού, με μίαν σπηλιάν υποκάτω. Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και ΠαναγιάΚαι η φωνή του κόρακος εσίγησε. Έφθασαν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ενύχτωνε.

Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας απαιτήσεις των κτηματιών. — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του. Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και μεταποιών αυτάς εις λάμα.

Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων. Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.

Ητοίμαζον μεν τα προικιά των, μετά σεμνότητος πάντοτε κ' εντός του κύκλου των δυνάμεών των, κατά το έθιμον της νήσου, πλην δεν εύρισκον τόσην ευχαρίστησιν εις την πόλιν. Ήθελον κατά τας εορτάς να παραμένωσι παρά τω Ιερεμία και ν' ακούωσι τα ωραία εκείνα συναξάρια. Εις την οικίαν των τραγούδι δεν ηκούσθη καθ' όλα της ορφανίας των τα έτη.