Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.

Εκεί απλούται ατελείωτον το πέλαγος ανά την αχανή έκτασιν από ακτής έως ακτής και από κόλπου έως κόλπου, και χαμηλόνει ο ουρανός εις την μίαν άκρην την απωτέραν, διά να περιπτυχθή εγγύτερον την εσχατιάν των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλών τον σμάραγδον, το βαθύχλωρον αντασπαζόμενον το γλαυκόν.

Τέλος έφθασαν εις τον λιμένα, δύο ώρας πριν φέξη, και απεβίβασαν τα πράγματα εις μίαν εσχατιάν, έξω της πόλεως. Τότε ήρχισαν δυνατόν καυγάν μεταξύ των. Ο Λουκάς κ' οι άλλοι δύο νομάτοι, οι σύντροφοι της βάρκας του, απήτουν να τα μοιράσουν όλα «απ' τη μεγάλη μέση», αναλογίζοντες την αβαρίαν εις βάρος όλων.

Ο Ιωάννης διήγαγε τον παιδικόν βίον αυτού εν τω οίκω του αγνού ιερέως, του πατρός του, εν τη πόλει Ιούτα, κατά την μεσημβρινήν εσχατιάν της χώρας του Ιούδα· ο Ιησούς είχε ζήσει εις πλήρη απομόνωσιν εν τω εργαστηρίω του τέκτονος, εις την κοιλάδα της Γαλιλαίας.

Ο απειθής εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε.

Ούτω ήτο βέβαιος, ότι ο αρχαίος φίλος και νυν εχθρός του θ' απεπλανάτο να εισέλθη εις σπίτια Γεώργηδων ή Γιάννηδων ή Κωνσταντήδων, όπου θα την επάθαινε... και τότε ο Πέτρος, όστις θα εφρόντιζε να βρεθή εκεί σιμά, εξ όλης καρδίας θα εγέλα. Την πρωίαν, ο Αποστόλης, αφού είχε γυρίσει όλον το χωρίον, έφθασεν εις την βορεινήν εσχατιάν, σιμά εις την οικίαν του Τζαφέρη.

Η μικρά οικοδομή εις την βορειοανατολικήν εσχατιάν της πολίχνης, συνορεύουσα με κήπους, μυρίζουσα εξοχήν και άνοιξιν, συνίστατο από έν ανώγεων μετά ισογείου κάτω και από έν υπερώον εις το οποίον ανήρχετό τις διά σκάλας έξ επτά βαθμίδων. Λέγομεν &ανήρχετό τις&, απλώς διά το σύνηθες της εκφράσεως, διότι άλλως είνε πολύ αμφίβολον, εάν τις «ανήρχετό» ποτε εις το άδυτον εκείνο.

Εν τοσούτω η θαλάσσια ηχώ ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν του γέροντος ναύτου, και από κύμα εις κύμα τον μετεβίβασεν όχι εις την αντίπεραν ακρογιαλιάν, εκεί όπου απλώνονται φιλοπαίγμονα τα ήμερα γαλανά κύματα, αλλ' εις το κέντρον του πόντου, όπου ο βυθός ο αμέτρητος, η άβυσσος η τρομακτική, αλλ' εις την εσχατιάν του πελάγους, παρά τας ακτάς τας απορρώγας και τιτανείους, όπου δεν υπάρχει αγάπη και έλεος, αλλά μανία και φρίκη.

Εθεώρει την εξοχήν εκείνην ως γειτονίαν ιδικήν της και δι' αυτό έλεγε· «Πούαυτόν τον κόσμο». Εγώ την εχαιρέτησα κ' εκάθισα επί τινος όχθου, υπό δένδρον ελαίας, εις την εσχατιάν του ελαιώνος. Εκείνη ελθούσα απέθεσε το καλάθιόν της πλησίον μου, και περιστείλασα επιμελώς με τας δύο χείρας τα κράσπεδα της εσθήτος της, εκάθισεν ολίγον παραπέρα. — Τρως χαμάδες, να σε φιλέψω, εξάδελφε;

Εξήρχοντο ανά δύο κρατούμενοι, μετά φαιδρού συνεχούς βόμβου, και μετέβαινον εις την χλοεράν πεδιάδα παρά την εσχατιάν της πολίχνης. Εκεί διανεμόμενοι εις δεκαπέντε ή είκοσιν ομάδας, έπαιζον επί μίαν ώραν, περί την δύσιν του ηλίου, το &σκλαβάκι& και άλλας παιδιάς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν