Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Εκοιμήθη η δυστυχής υπό την κυπάρισσον αντικρύ του ωραίου περιβολίου του συζύγου της, του συγκειμένου εξ ελαιώνος, αμπέλου και κήπου, το οποίον οι δανεισταί θα εξέθετον μετά ένα μήνα εις πλειστηριασμόν. Η μήτηρ της, διά των πραγμάτων, δεν είχε βραδύνει να της δώση απάντησιν εις την αφελή ερώτησίν της περί του «τι θα 'πή να φάη κι' άλλη ψωμί».

Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία. Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γείνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν.

Όταν έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής. Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός λευκολίθου.

Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι γονάκων του βρακίου.

Ο Κιουταχής φοβούμενος μη κατορθώσωσιν οι Έλληνες να κάμωσι προμαχώνας και εις τον ελαιώνα, το οποίον ήθελεν είναι πολλά επικίνδυνον δι' αυτόν, κατεσκεύασε και αυτός άλλους προμαχώνας μεταξύ του ελαιώνος και του Ελληνικού στρατοπέδου. Επροσπαθούσε δε παντοιοτρόπως ν' αντικρούη την πρόοδον των Ελλήνων.

Είχεν αποκτήσει εις τούτο αδιαφιλονείκητον ειδικότητα, και ήτο η μόνη ενασχόλησίς του. Ευτυχώς δεν είχε τέκνα, αυτός δε και η γραία του απέζων από τα τελευταία λείψανα των δανείων, τα οποία είχε λάβει επ' υποθήκη του αρτίως εκπλειστηριασθέντος ελαιώνος του, ή από το αντίτιμον των δύο τελευταίων χωραφίων, τα οποία είχεν ο ίδιος πωλήσει.

Μάχαι ολόκληροι συνεκροτούντο δι' έν θήλιασμα ελαιώνος, διά τρία κλήματα αμπέλου, δι' ήμισυ «πινάκι» σιτοφόρου αγρού.

Προσήγγιζεν η εσπέρα, ότε πέντε άνθρωποι με βαρέα ναυτικά υποδήματα, κομβωμένοι καλώς εις τας γούνας των τας θερμάς του Δουνάβεως, με χονδρά εκ δέρματος ακατεργάστου κασκέτα ως άρκτοι, σκυφτοί-σκυφτοί διεσκέλιζον το χιονισμένον οροπέδιον του ελαιώνος της νήσου, κρατούντες και οι πέντε τα πτύα εις τους ώμους των και στηριζόμενοι διά χονδρής ράβδου.

Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν.

Εθεώρει την εξοχήν εκείνην ως γειτονίαν ιδικήν της και δι' αυτό έλεγε· «Πούαυτόν τον κόσμο». Εγώ την εχαιρέτησα κ' εκάθισα επί τινος όχθου, υπό δένδρον ελαίας, εις την εσχατιάν του ελαιώνος. Εκείνη ελθούσα απέθεσε το καλάθιόν της πλησίον μου, και περιστείλασα επιμελώς με τας δύο χείρας τα κράσπεδα της εσθήτος της, εκάθισεν ολίγον παραπέρα. — Τρως χαμάδες, να σε φιλέψω, εξάδελφε;

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν