United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επανείδα έκτοτε το παρεκκλήσιόν μας ! Καθ' οδόν ο πατήρ μου με είπεν, ότι απεφάσισε να ζητήσωμεν επί τινας ημέρας την φιλοξενίαν δυο γερόντων θείων του, κατοικούντων εις το αγροκήπιόν των, όπισθεν του περικλείοντος τον Κάμπον βουνού.

Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας• ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα• ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.

Μ' κυρίευση διπλούν αίσθημα μίσους και φόβου, και έβλεπα ακίνητος τον άγριον εκείνον Τούρκον ερχόμενον προς εμέ. Μου απηύθυνεν αποτόμως ερώτησιν, την οποίαν δεν ενόησα, και δεν απεκρίθην. Εκτόξευσε βλέμμα οργίλον και ύβριν αισχράν και εισήλθεν εντός της οικίας. Δεν επανείδα ευτυχώς την απεχθή μορφήν του ! Αλλ' η ώρα παρήρχετο και ανυπομόνουν περιμένων τους δημογέροντας.

Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν.

Είχε, φαίνεται, αρχίσει από τότε να ριζοβολή εις τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς, είχον αποβή επί τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε επέστρεψα από την Αίγυπτον.

Επί τέλους μετά την δύσιν του ηλίου ηγέρθη ο άνεμος και τα ιστία ερρυτιδώθησαν αλλ' έπνεεν εκ Νότου και μας ώθησε προς την Άνδρον, όλην δε την νύκτα ελοξοδρομήσαμεν προσπαθούντες να πέσωμεν υπό το Σούνιον. Την επιούσαν κατωρθώσαμεν μετά κόπου να προσορμισθώμεν εις Πειραιά προς προμήθειαν ύδατος. Ότε μετά έτη επανείδα τον λιμένα του Πειραιώς πόσον μου εφάνη μικρός!

Διά να μη του δώσω αφορμήν να μ' εξορκίση άλλην φοράν στους Τούρκους που φάγαμε μαζή, έγραψα ολίγας λέξεις διά τον «εξυπνότατον Καραγκιόζην, όπου συγκεντρώνεται κάθε βράδυ το άνθος της αθηναϊκής αριστοκρατίας». Προ ολίγων ημερών τον επανείδα. Και μου ωμίλησε περί των εκλογών. — Πώς τα βλέπεις τα εκλογικά μας; — Εσύ με ποιους είσαι; του είπα χωρίς ν' απαντήσω εις την ερώτησίν του. — Με κανένα.

Είχε κατέλθει εθελοντής, διά να ελευθερώση την Κρήτην αλλά μετ' ολίγας ημέρας αφήκε την νήσον εις την τύχην της. Πέρυσι, κατά το θέρος, τον επανείδα εδώ. — Τι γίνεσαι; τον ερωτώ. Τι δουλειές πολεμάς; — Καλλιεργώ δερβισιλίκι, μου απαντά. — Καλλιεργείς δερβισιλίκι; επανέλαβα μη εννοήσας. Ο κούτσαβος εγέλασε. — Δεν τη καταλαβαίνεις του λόγου σου αυτή τη γλώσσα. Δερβισιλίκι είνε η λεβεντιά.

Και με παρέσυρε μακράν του ομίλου. Δεν είχε διόλου μεταβληθή. Η αυτή αξιοπρεπής στάσις, το αυτό λεπτόν μειδίαμα και, δυστυχώς η αυτή περιβολή. Το τριβώνιόν του μάλιστα είχε τας χειρίδας πολύ κοντάς, τρανή απόδειξις ότι δεν είχε κοπή επάνω του. Εκαθήσαμεν έξωθεν καφενείου. Ήτο πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αλλά κ' εγώ με πολλήν χαράν τον επανείδα. Τον διέκοψα.