Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύν, άγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιών έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λειβάδια, επάνω, εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως. Η γραία είχε διευθυνθή εις του παπά το σπίτι.
Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους έβλεπε, και διά τούτο του εφάνησαν ως παράδοξος οπτασία. Άμα φθάσαντες, είχον αρχίσει να κτίζωσι κελλίον τι προς διαμονήν των, στεγαζόμενοι προσωρινώς εις χωρικόν τι καλύβιον. Επειδή δεν υπήρχε ναός εις το μέρος εκείνο, είχον κατέλθει να εορτάσωσι τα Χριστούγεννα εις την Κεχρεάν, μιας ώρας δρόμου απέχουσαν.
Ήτον τον Αύγουστον μήνα. Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι' αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον.
Η ειρήνη εφαίνετο ότι μαζί με την μετάνοιαν είχε κατέλθει εις την εσκληραγωγημένην εκείνην ψυχήν. Κανείς δεν εγέλα, διότι εις τον γέροντα εκείνον ενυπήρχε τι τόσον ειρηνικόν· εκείνος εφαίνετο τόσον γέρων, τόσον ασθενής, τόσον άξιος ελέους, ώστε έκαστος εσκέπτετο διατί εβασάνιζον και εσταύρωνον ένα άνθρωπον ψυχορραγούντα ήδη.
Η μητέρα της, η Γαληνιώ, ήτον αδελφή του Στέλιου. Η Ζωγράφω, η μάνα της Γαληνιώς, είχεν ένα υιόν, ύστερα είχε κάμει κατά σειράν πέντε κορίτσια, εκ των οποίων τα δύο είχον κατέλθει νήπια εις τα βασίλεια της νύμφης του Πλούτωνος, τα δε τρία εζούσαν· τελευταίον έτεκεν, ως γεροντόπαιδον τάχα, αν και νέα ακόμη, τον Στέλιον, περί ου ο λόγος.
Τοιαύτα τινά ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βόσκων ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι' ης είχε κατέλθει εις το φρούριον. Αλλ' όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν.
Τούτου γενομένου, ερωτιδείς έτρεξαν και εσκόρπισαν πέταλα ρόδων και κρίνων, Ήναψαν και πάλιν τα θυμιατήρια και αφήρεσαν το καταπέτασμα, διότι ο ήλιος είχεν ήδη κατέλθει αρκετά. Το πλήθος των θεατών παρετήρουν αλλήλους εν εκπλήξει, σκεπτόμενοι καθ' εαυτούς ποίον θέαμα τους επερίμενεν ακόμη την ημέραν εκείνην. Τους ανέμενε θέαμα, εις το οποίον κανείς δεν είχε προπαρασκευασθή.
Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος.
Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν