Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον: Βαρύτερ' απ' τα σίδερα είνε τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κ' εγώ για μιαν αγάπη πούχα. Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ' όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν' αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου.
Απηρίθμησε προσέτι και τους όχι ολίγους θησαυρούς των άλλων ναών, τους οποίους ηδύναντο να διαθέσουν, και τέλος, ότι εν εσχάτη ανάγκη, ηδύναντο να κάμουν χρήσιν και αυτών των χρυσών κοσμημάτων της θεάς· εβεβαίου δε ότι το άγαλμα είχεν εις καθαρόν χρυσόν βάρος τεσσαράκοντα ταλάντων δυνάμενον να αποσπασθή ολόκληρον, αφού δε το μεταχειρισθούν προς σωτηρίαν της πόλεως, να το αντικαταστήσουν δι' ίσου βάρους.
Τοσαύτην δε πεποίθησιν ενέφαινε το ήθος αυτής και ο λόγος, ώστε και αυτός ο αυθόρμητος συνήγορος της Αϊμάς ήρχισε να κλονίζεται. Επί τέλους δεν εγνώριζε την νέαν και ήτο ενδεχόμενον να είνε και κλέπτρια, όπως εβεβαίου η Εφταλουτρού.
Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτο ικανή ν' αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κ' επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν.
Το εβεβαίου, και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του. Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να παραβγή όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής φιλικωτάτας σχέσεις με της νεράιδες.
Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί των τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν ανάγκην, να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν εις τον παπα-Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα μη, κάμνων τον σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ' όρκου, την πολλήν του ευλάβειαν.
Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε· — Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.
Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·
Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθή άλλοτε το φρούριον και είξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενεθυμείτο καλώς τον δρόμον.
Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν