United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκρουσεν επί αρκετήν ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι. Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον διάβολον.

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων. Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος.

Ώστε ενοήσαμεν, διατί ήτο έρημος και κατηφής η πόλις. Ενοήσαμεν δε ταυτοχρόνως, ότι η Σμύρνη δεν ήτο η μόνη επικίνδυνος διαμονή• ότι όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότης εξ ενός και διαρκής αφ' ετέρου αγωνία. Κατηυθύνθημεν σιωπώντες προς την οικίαν μας. Ότε έκρουσεν ο πατήρ μου την θύραν, είδα έν δάκρυ σιωπηλόν επί της παρειάς του.

Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε·Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Πάραυτα ο δήμαρχος έκρουσεν εξ απογνώσεως τας παλάμας του. Εννόησεν ότι οι λησταί διεξέφυγον εκ των χειρών των. Διότι ο λιμενάρχης είχε διατάξει ουδεμία λέμβος να εξέλθη του λιμένος την ημέραν εκείνην. Η δε ταχέως απομακρυνομένη των ακτών της νήσου βεβαίως δεν θα ήτο καλή λέμβος. — Πάει, βρε παιδιά, μας γλυτώσανε! είπε τεθλιμμένος και επανεκτύπησε τας παλάμας του.