United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;

Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου εις τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος.

Όταν εβγήκεν έξω ο καραβοκύρης τον ερώτησαν οι πραγματευταί πόθεν ήρχετο· αυτός τους διηγήθη, ότι ήρχετο από τα παραθαλάσσια της Βαβυλώνος και εις το αναμεταξύ του ταξειδιού του εσυναπάντησαν ένα νησί, εις το οποίον εβγήκαν οι περισσότεροι πραγματευταί και ναύτες διά να περιηγηθούν· και άναψαν και φωτιάν διά να μαγειρεύσουν· εκείνο το νησί ήτον μία μεγάλη χελώνη, που εκοιμάτο εις την επιφάνειαν της θαλάσσης· και όταν αγροίκησε την φωτιάν, εσείσθη και εβυθίσθη εις την θάλασσαν, και όσοι επρόφθασαν να έμβουν εις το καΐκι εσώθησαν.

Και όσον μεν διά τον Σώστρατον εις άλλο βιβλίον έκαμα λόγον περί του τεραστίου αναστήματός του, περί της υπερβολικής του δυνάμεως, της υπαιθρίου επί του Παρνασσού ζωής του, πως εκοιμάτο επί των χόρτων και έζη αγρίαν ζωήν και έπραττεν έργα σύμφωνα προς το όνομά του φονεύων ληστάς, ανοίγων οδούς εις δύσβατα μέρη και κατασκευάζων γεφύρας εις τας επικινδύνους διαβάσεις.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Δύο άντρα, με το στόμιον πολύ στενόν, έχασκον ένθεν και ένθεν. Εκεί εκοιμάτο την νύκτα· την ημέραν κατήρχετο εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν. Διά ν' ανέλθη και διά να κατέλθη, ούτε δρομίσκος, ούτε μονοπάτι υπήρχεν. Επάτει επί της σάρρας, εις την βάσιν του κρημνού. Τότε η σάρρα εταράσσετο, εφαίνετο ως να εθύμωνε.

Έκτοτε η μικρά με ήκουσε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μέσ' το στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώραν των αποστύχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κ' έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα.

Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε. Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε·Πώς πάει, μάνα;

Εκείνη υπέλαβε: — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς. — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην φωνήν. Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο.