United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτος δεν είδεν ούτε τον τοιχωρύχον, καθ' ου ωρύετο απειλητικώς ο Χόμο, ούτε το ίκριον, όπερ είχε πήξει, ουδ' ήκουσε τον κρότον της σφύρας του· ώστε οι φόβοι τούτου ήσαν υπερβολικοί. Και όμως δεν έχασε καιρόν, αλλ' επήδησεν εκ της σανίδος, εφ' ης επάτει, και ευρέθη εις το έδαφος μετά της σφύρας του. Απέσπασε τα τρία ξύλα, έβαλε τους λίθους εις τας θέσεις των, και ητοιμάζετο να φύγη.

Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

Ο Μώρος την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινα κασσέλαν, επί της σανίδος. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βρασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον.

Μία αψίς ήνοιγεν εις το βάθος βαράθρου το οποίον από το μέρος εκείνο υπερήσπιζε την Ακρόπολιν. Έν αιγόκλημα προσείρπεν επί του θόλου της, ενώ τα άνθη του εξήρχοντο εις το φως. Εις την ρίζαν ενός βράχου μικρά βρύσις ανέβλυζε ψιθυρίζουσα. Πεντήκοντα ίπποι περίπου υπήρχον εκεί, και έτρωγον την φορβήν των επί υψηλής σανίδος η οποία έφθανεν έως εις το στόμα των.

Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος.

Μετά τους κώδωνας θα ηγείροντο αι μοναχαί, θα διέβαινον διά του διαδρόμου, θα συνέρρεον εις τον ναόν, και ήτο δυνατόν ν' ακούση τις αυτόν τον κρότον της σφύρας, ως επίστευεν ο άνθρωπος ούτος, ή και να προκύψη διά τινος θυρίδος να τον ίδη ασχολούμενον εις την ύποπτον εκείνην επιχείρησιν. Εκάθισεν ολίγον επί της σανίδος του, όπως αναπαυθή, και εσκέπτετο τι να κάμη.

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.

Μμμμ, ηθέλησε ν' αρθρώση λέξεις τινάς ο θυρωρός, συγκεχυμένος το σώμα και τον νουν, ιδών βαίνοντας τους ξένους ευθαρσώς προς τα έσω, ως ανθρώπους οικείους, αλλά παρατηρήσας τα όπλα αυτών τα καινουργή και τα ξίφη των και τα ξεφτισμένα του μαυριδερού αρχηγού σειρήτια ηρκέσθη να χαιρετίση στρατιωτικώς μετά βίας υπανεγείρων την κοντήν δεξιάν του προς το μέτωπον, μέγα και πλατύ ως τεμάχιον σανίδος.

Την νύκτα της δευτέρας ημέρας, περιστρεφόμενος εν τη αγρυπνία μου επί της σκληράς σανίδος, ήτις ήτο η στρωμνή μου, εσχημάτισα την απόφασίν μου. Δεν ήμην πλασμένος διά βίον στρατοπέδου. Το εμπόριον ήτο η κλίσις μου. Την πρωίαν μετέβην εις Μύλους, όπου ηύρα ευτυχώς πλοιάριον έτοιμον διά Σπέτσας και ανεχώρησα.