United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο λαός ετόξευε βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου, ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους.

Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη. — Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον, όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς! εις τα θηρίαΑπεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας, διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο Πετρώνιος σταθείς είπεν: — Οι πραιτωριανοί!

Ούτος δεν είδεν ούτε τον τοιχωρύχον, καθ' ου ωρύετο απειλητικώς ο Χόμο, ούτε το ίκριον, όπερ είχε πήξει, ουδ' ήκουσε τον κρότον της σφύρας του· ώστε οι φόβοι τούτου ήσαν υπερβολικοί. Και όμως δεν έχασε καιρόν, αλλ' επήδησεν εκ της σανίδος, εφ' ης επάτει, και ευρέθη εις το έδαφος μετά της σφύρας του. Απέσπασε τα τρία ξύλα, έβαλε τους λίθους εις τας θέσεις των, και ητοιμάζετο να φύγη.

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα.

Εις τας μάχας εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς.

Και όμως η μητέρα του δεν ηδύνατο να τον βλέπη. Εκόπτοντο τα ήπατά της. Εις τα βάθη της ψυχής της εσχηματίσθη πεποίθησις, ότι δεν θ' απέφευγε την συνάντησιν προς την τελευταίαν δυστυχίαν της, ήτις μακρόθεν ωρύετο εγγίζουσα, ως λέων ζητών ν' αρπάση τινά, να καταπίη τινά ακόμη.

Ιδού αστράπτει ο μαΐστρος κ' εκρήγνυται αποτόμως χιονώδης θύελλα, σκοτεινόν προβέντσοχιονιά και κακόθάλασσα κιαμέτιΩρύετο δε ο καπετάν-Φώκας, προσπαθών προς βορράν να θέτη πάντοτε την πρώραν του μπάρκου, μη διακρίνων ουδέ το δάκτυλόν του εκ της επελθούσης εν ημέρα πυκνής σκοτίας. Αλλ' η θύελλα ήτο απροσμάχητος κ' έστρεφε προς νότον το σκάφος.