United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός, έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας. — Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε; — Τον ιατρόν!... Η κόρη μου... Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα.

Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος εκυλίετο αδιακόπως.

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα.