United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: — Τώχ' το αίμα μας πλειο! Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά.

Έλεγεν ένα στίχον ο Μέλτος ο Μισακός, κ' εσιώπα κατά το έθος των Δωδεκανήσων, αναμένων να τον επαναλάβη τώρα, μόνη της, από μέσα από τα παθητικά σπλάχνα της, μετά πόνου, η χρυσοκέντητος Μαριγούλα , ως κλαύμα πάντοτε, ως παράπονον πάντοτε.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Και τότε οι τελούντες το μνημόσυνον χριστιανοί μετά πολλής χαράς έδιδον δύο ρεγκίναις εις τον «πονετικόν ψάλτην» — αυτά τα νομίσματα ήσαν τότεδιά τον κόπον του». — Ο καϋμένος! Δηλαδή ήτο να κλαίη άνθρωπος, όταν έψαλλεν ο κυρ Στρατής. Τόσον, οπού ο παπα-Γιάννης, ο εφημέριος του νεκροταφείου, ένας με πράσινα γυαλιά, το είχε βαθύ παράπονον: — Να μη μπορώ κ' εγώ να τα καταφέρω έτσι!

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμούΌλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν.

Απερίγραπτος ήτο η λύπη της Αϊμάς, ότε έβλεπε τα άνθη της και τα ευώδη της φυτά, δι' α είχε τόσον πολύ κοπιάσει, θραυόμενα ούτοι και καταστρεφόμενα. Επειδή δεν ήθελε να βλάψη τους μικρούς βοσκούς, ων ο μεγαλείτερος μόλις ήτο δεκαετής, δεν έκαμε κανέν παράπονον εις τον Μάχτον. Αλλ' εφαντάσθη άλλον τρόπον, δι' ου ήλπιζε να αφοπλίση τους δύο μικρούς βανδάλους.

Όστις δε πωλήση τοις μετρητοίς και λάβη αντίτιμον του πράγματος όχι κατώτερον των πενήντα δραχμών, ας μένη υποχρεωτικώς εντός της πόλεως δέκα ημέρας, ο δε αγοραστής ας γνωρίζη την κατοικίαν του πωλητού μη τυχόν έχη κανέν παράπονον εναντίον του, καθώς συμβαίνει συνήθως εις τοιαύτα ζητήματα και χάριν των επιστροφών, αι οποίαι γίνονται συμφώνως με τους νόμους.

Εάν λοιπόν πρόκειται να τον ακούσωμεν αυτόν τον άνθρωπον, πρέπει εγώ και συ με ερωτήσεις και απαντήσεις να σπουδάσωμεν τον λόγον του, διά να μη έχη παράπονον ως προς τούτο τουλάχιστον, ότι δηλαδή, ενώ αστειευόμεθα εμπρός εις παλικαράκια, τάχα εξετάσαμεν αυτόν τον λόγον. Θεόδωρος. Και πώς; Τάχα ο Θεαίτητος δεν ημπορεί καλλίτερα από πολλούς πωγωνοφόρους να παρακολουθήση την έρευναν του λόγου;

Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά· «Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναιΈως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναιΕδώ, φαίνεται, άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή. — Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω με την ερώτησίν μου. — Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την ερώτησιν.